Ήταν 23 Σεπτεμβρίου 1998 όταν όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε συγκλονισμένη ζωντανά στην τηλεόραση μία υπόθεση ομηρείας.
Ενας 27χρονος καταζητούμενος από τη Ρουμανία, ο Σορίν Ματέι, εισβάλλει σε διαμέρισμα της οδού Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κρατά ομήρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας. Στο σπίτι βρισκόταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού Σουλτάνα Γκινάκη, η κόρη της Αμαλία, ο γιος της Βαγγέλης και ο αρραβωνιαστικός της Αμαλίας, Απόστολος.
Ο -υπό την επήρεια ηρωίνης- Ματέι κρατούσε μία χειροβομβίδα στο χέρι, είχε ενημερώσει τους ομήρους ότι δεν σκόπευε να τους πειράξει και χρησιμοποιώντας κορδόνια παπουτσιών, έδεσε τους καρπούς της Αμαλίας.
Ο ίδιος, στη συνέχεια, τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και όλη η Ελλάδα ακούει τις δραματικές συνομιλίες και βλέπει εικόνες από το διαμέρισμα επί τέσσερις ώρες, με τον κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων του καναλιού, Νίκο Ευαγγελάτο, να αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση μαζί του.
Δραματικές ώρες
Ο Ρουμάνος στη συνομιλία του τόνισε πως δεν θα έκανε κακό στους ομήρους και ζήτησε 500.000 δραχμές (1.500 ευρώ περίπου). Ταυτόχρονα, απαίτησε από τους αστυνομικούς να του στείλουν αμφεταμίνες για να καταφέρει να συνέλθει από την ηρωίνη.
Εκείνοι σαν απάντηση του έστειλαν ένα κουτί με υπνωτικά χάπια, αλλά ο δράστης το κατάλαβε και, έξαλλος, διέκοψε την επικοινωνία μαζί τους απειλώντας πως θα πετάξει τη χειροβομβίδα.
Ο δημοσιογράφος κατάφερε να ηρεμήσει τον Ματέι και μέσω διαπραγματεύσεων να αφήσει ελεύθερο τον γιο της οικογένειας κατά τις 8 το βράδυ, ο οποίος αντιμετώπιζε και μαθησιακές δυσκολίες.
Η έκρηξη της χειροβομβίδας
Γύρω στις 10 το βράδυ, ο αρχηγός της Αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, πιστεύοντας ότι η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη, διέταξε να κοπεί (μετά από 4 ώρες) η τηλεφωνική επικοινωνία του κακοποιού με τον ΣΚΑΪ.
Την ώρα που οι αστυνομικοί έμπαιναν στο κτήριο, ο Ματέι είχε μόλις απελευθερώσει, όπως είχε υποσχεθεί νωρίτερα στον Νίκο Ευαγγελάτο, τη Σουλτάνα Γκινάκη. Στο διαμέρισμα βρισκόταν πλέον ο ίδιος και οι δύο δεμένοι όμηροι.
Στην έφοδο συμμετείχε και ο αρχηγός της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί, όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, τράβηξαν με δύναμη τον Απόστολο Μακρινό, έκοψαν το κορδόνι και κατάφεραν να τον απελευθερώσουν.
Την ίδια στιγμή, ο Ματέι άρπαξε την κοπέλα η οποία άρχισε να φωνάζει πανικόβλητη «Μη». Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε η μοιραία έκρηξη που σκότωσε την άτυχη Αμαλία. Πάλεψε 17 μέρες να παραμείνει στη ζωή, όμως τελικά υπέκυψε στα τραύματά της.
Επίσης, από τα θραύσματα της χειροβομβίδας τραυματίστηκε ο αρχηγός της Αστυνομίας, ο οποίος και μεταφέρθηκε στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα στο πρόσωπο και ρήξη αριστερού τυμπάνου, ο υπαρχηγός της Αστυνομίας και μετέπειτα αρχηγός αυτής, υποστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, ο οποίος διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό με σοβαρά τραύματα στο αριστερό μάτι, ο Βασίλειος Τσιατούρας, προϊστάμενος του εκεί τμήματος και μετέπειτα αρχηγός της Αστυνομίας, ο Γιώργος Mαρκόπουλος, αστυνόμος της Ασφάλειας με ελαφρά τραύματα και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, του οποίου ακρωτηριάστηκε το ένα πόδι.
Ο αρχηγός της Αστυνομίας αρχικά τέθηκε σε διαθεσιμότητα λόγω ακούσιας ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αλλά τελικά απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες το 2005.
Ο θάνατος του Ματέι
Ο 27χρονος Σορίν Ματέι πέρασε δυο ημέρες στο Γενικό Κρατικό, όπου οι γιατροί τον κρατούσαν σε καταστολή. Στη συνέχεια, μετά από εντολή του διευθυντή της χειρουργικής κλινικής, που έκρινε ότι ο ασθενής δεν διέτρεχε κίνδυνο, ο Ματέι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Σύμφωνα με τον εκεί γιατρό υπηρεσίας Ιωάννη Κούτρα, η ποσότητα του κατασταλτικού φαρμάκου που είχε χορηγηθεί στο Ρουμάνο ήταν «για ελέφαντες», ενώ η ύπτια στάση ταυτόχρονα με το δέσιμο, ήταν λάθος.
Πριν προλάβει να κάνει κάτι ο γιατρός Κούτρας, βρήκε νεκρό τον Ματέι στο κρεβάτι του, το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου. Όπως ανέφερε ο ιατροδικαστής Μάριος Μητσάκης, ο θάνατος του κακοποιού προήλθε από εισρόφηση γαστρικού υγρού, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή.
Πριν τη Νιόβης
Ο Σορίν Ματέι, ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που απασχολούσε την Αστυνομία. Πριν το βράδυ της οδού Νιόβης, το 1995 συγκεκριμένα, είχε κατηγορηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για αρκετές ληστείες, είχε όμως καταφέρει να διαφύγει από τα δικαστήρια Ευελπίδων λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του, για να συλληφθεί αργότερα και να οδηγηθεί στις φυλακές Κέρκυρας.
Στις 10 Μαρτίου 1996 δραπέτευσε από τις φυλακές Κέρκυρας μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του για να συλληφθεί πάλι. Τον ίδιο μήνα δραπετεύει από το νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς», συλλαμβάνεται και λίγες μέρες αργότερα οδηγείται στις φυλακές Λαρίσης απ’ όπου δραπέτευσε για άλλη μια φορά.
Την 7η Μαΐου 1997 οι αστυνομικοί τον εντοπίζουν τυχαία σε μπλόκο και τον οδηγούν στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Τον Ιούλιο του 1998 μεταφέρεται στις φυλακές Αγίου Στεφάνου Πάτρας κατά τη διάρκεια όμως της παραμονής του δραπετεύει από το τμήμα μεταγωγών Πάτρας και επιστρέφει στην Αθήνα.
Την 5η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, η Αστυνομία οδηγείται στα ίχνη του ύστερα από τη σύλληψη του συνεργού του Παναγιώτη Χαλεπά.
Στην εισβολή όμως που πραγματοποιείται στο σπίτι του Ματέι οι αστυνομικοί αιφνιδιάζονται, καθώς ο Ματέι έχοντας υποψιαστεί την ενέδρα τους περιμένει κρατώντας ένα όπλο και δύο χειροβομβίδες. Αφού πήρε ως όμηρο αστυφύλακα του τμήματος ασφαλείας Χαλκίδας, κατευθύνθηκε με αυτοκίνητο στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας και διέφυγε ύστερα από αρκετές ώρες περιπλάνησης παρά την αστυνομική συνοδεία.
Τελικά, κάπου στον Πειραιά εγκατέλειψε το αμάξι και τον αστυνομικό και επιβιβάστηκε σε ταξί προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από αυτό το περιστατικό οι αστυνομικοί ήρθαν για δεύτερη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σορίν Ματέι σε αγροτική περιοχή της Λάρισας, αλλά μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών ξέφυγε.
Ύστερα από αρκετές έρευνες η αστυνομία τον εντόπισε λίγες ημέρες αργότερα στην Αθήνα, φοβούμενη όμως κάποιο ατύχημα προτίμησε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Η ευκαιρία δόθηκε το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου όταν επισκέφθηκε μια φίλη του, την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, που διέμενε στο ισόγειο πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης 4.
Παρουσία εισαγγελέα, οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας εισέβαλαν στο χώρο και συνεπλάκησαν με τον Ματέι. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής χρησιμοποιήθηκε χειροβομβίδα λάμψης κρότου, ενώ ένας αστυνομικός τον χτύπησε με την λαβή όπλου. Ο Ματέι όμως κατόρθωσε τελικά μέσα από το φωταγωγό να διαφύγει και να μπει στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, ο εισαγγελέας Ιωάννης Σακκάς είχε δώσει εντολή να μην πυροβολήσουν σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.