Την ερχόμενη Δευτέρα αρχίζει επίσημα η επιτήρηση της εποχικής γρίπης στη χώρα μας – όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η επιστημονική κοινότητα κάνει έκκληση στον πληθυσμό, με έμφαση στους πολίτες που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, να εμβολιαστούν με το αντιγριπικό εμβόλιο, επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι ο ιός της γρίπης κινείται με απρόβλεπτο τρόπο.
Αυτό ήταν άλλωστε και το κεντρικό μήνυμα της χθεσινής συνέντευξης Τύπου του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ, πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ), κατά τη διάρκεια της οποίας οι ειδικοί έδωσαν αναλυτικά στοιχεία για την πορεία του εποχικού κύματος γρίπης στη χώρα μας την περσινή περίοδο (2018 – 2019).
Σε αυτά αποτυπώνεται η σφοδρότητα του στελέχους Α (Η1Ν1), που ευθυνόταν και για την πανδημία γρίπης του 2009, δοκιμάζοντας για μία ακόμη φορά τις αντοχές του συστήματος υγείας.
Ειδικότερα κατά την περίοδο 2018 – 2019 καταγράφτηκε ένα μέγιστο 122 ασθενών με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη, οι οποίοι νοσηλεύονταν ταυτόχρονα στις ΜΕΘ όλης της χώρας.
Οι εντατικές
Μάλιστα, και όπως προκύπτει από τα ίδια δεδομένα, η πληρότητα των ΜΕΘ χτύπησε κόκκινο στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου, αποκαλύπτοντας για μία ακόμη φορά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας – ιδίως σε ό,τι αφορά την εντατική φροντίδα και τα κενά σε κλίνες.
Και αυτό διότι εκτιμάται πως εκείνες τις ημέρες ένα στα πέντε δημόσια κρεβάτια ΜΕΘ «φιλοξενούσε» ασθενή που είχε νοσήσει με γρίπη και είχε παρουσιάσει σοβαρές επιπλοκές.
Υπενθυμίζεται δε πως την ίδια περίοδο είχαν αυξηθεί τα σοβαρά περιστατικά που νοσηλεύονταν διασωληνωμένα σε κοινούς θαλάμους, αλλά και οι καθυστερήσεις σε προγραμματισμένα χειρουργεία, αφού οι κλίνες εντατικής θεραπείας (όπως αποδεικνύεται) δεν επαρκούσαν.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι ασθενείς με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ ή κατέληξαν, δεν είχαν υποβληθεί σε αντιγριπικό εμβολιασμό, παρότι ανήκαν σε ομάδα αυξημένου κινδύνου.
Η σφοδρότητα του περσινού εποχικού κύματος καταγράφεται και από τη γενική θνησιμότητα στον ελληνικό πληθυσμό. «Η εκτίμηση που έγινε από τους επιστήμονες του ΕΟΔΥ για την “αποδιδόμενη στη γρίπη θνησιμότητα” ήταν 9,8% θάνατοι ανά 100.000 πληθυσμού, που αντιστοιχεί σε 1.071 θανάτους» υπογραμμίζεται στη σχετική έκθεση.
Εν τω μεταξύ, τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεκάδες πιθανόν να είχαν νικήσει στη μάχη για τη ζωή τους, εάν είχαν ακολουθήσει τις επίσημες συστάσεις του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών. «Φέτος στον ελληνικό πληθυσμό η αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου στην πρόληψη της νοσηλείας με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη εκτιμήθηκε ότι ήταν 42% (συνολικά για όλους τους τύπους γρίπης και όλες τις ηλικίες), δηλαδή το εμβόλιο μείωσε τον κίνδυνο νοσηλείας λόγω γρίπης σχεδόν κατά το ήμισυ».
Το ισχυρότερο όπλο
Ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) Σωτήρης Τσιόδρας τόνισε τη σημασία του εμβολιασμού παραθέτοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αποτελεί έως και σήμερα το ισχυρότερο όπλο.
Οπως είπε, σε βάθος μιας δεκαετίες στις ΗΠΑ απετράπησαν 40.000 θάνατοι, «νίκη» που αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στο αντιγριπικό εμβόλιο. Και πρόσθεσε ότι στη χώρα μας καταγράφεται σταδιακά μία σημαντική αύξηση στον πληθυσμό που ακολουθεί τις επίσημες συστάσεις, όμως πρέπει να καλυφθεί σημαντικό έδαφος στον τομέα της πρόληψης.
Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 50% των πολιτών άνω των 65 ετών υποβλήθηκε πέρυσι σε εμβολιασμό, ο στόχος όμως σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι το αντίστοιχο ποσοστό να αγγίξει το 75%.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι όμως τα στοιχεία που αφορούν τις εγκύους, καθώς υπολογίζεται ότι το ποσοστό που προφυλάσσεται από τους ιούς της γρίπης είναι μικρότερο του 10%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Και καθώς τα εμβόλια αναμένεται να καταφτάσουν στη χώρα μας στις αρχές Οκτωβρίου, ο επιδημιολόγος της Εθνικής Σχολής Δημοσίας Υγείας (ΕΣΔΥ) και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΟΔΥ Τάκης Παναγιωτόπουλος άδραξε την ευκαιρία να υπενθυμίζει στο κοινό ότι εκείνοι που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες δεν πρέπει να αφήνουν τον χρόνο να κυλάει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Τσιόδρας συμπλήρωσε ότι δεν υπάρχει σύσταση για δεύτερο εμβόλιο – ερώτημα που προβληματίζει πολλούς ασθενείς -, προσθέτοντας ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να αποδεικνύουν τη χρησιμότητα αυτής της πρακτικής.
Δίχτυ ασφαλείας
Και καθώς ο στόχος είναι η εμβολιαστική προστασία του πληθυσμού που ανήκει στις ευάλωτες ομάδες, εξίσου σημαντικό είναι σύμφωνα με τον ειδικό να δημιουργείται ένα δίχτυ ασφαλείας γύρω από τους πολίτες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν βαριά και να παρουσιάσουν σοβαρές επιπλοκές.
«Γι’ αυτό και ακολουθούμε ένα μεικτό σύστημα, συμβουλεύοντας τον εμβολιασμό όλων των μελών – ακόμη και των παιδιών και των ενηλίκων που δεν έχουν πρόβλημα υγείας – ώστε να μην περάσει ο ιός της γρίπης σε ένα ευάλωτο μέλος της οικογένειας» συμπληρώνει ο Τσιόδρας.
Ο προβληματισμός των ειδικών είναι εντονότερος όταν τίθεται το ζήτημα του υγειονομικού προσωπικού (γιατρών, νοσηλευτών και λοιπών ειδικοτήτων που υπηρετούν σε δομές υγείας), δεδομένου ότι το ποσοστό εκείνων που είναι συνεπείς στο ετήσιο ραντεβού παραμένει χαμηλό.
Είναι ενδεικτικό ότι η εμβολιαστική κάλυψη στους επαγγελματίες υγείας εκτιμάται ότι δεν ξεπερνά το 30%. Στις δομές Πρωτοβάθμιας Υγείας όμως η εικόνα είναι καλύτερη καθώς πέρυσι εμβολιάστηκαν τέσσερις στους δέκα επαγγελματίες υγείας.
Οι ευπαθείς ομάδες
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών ο εμβολιασμός πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά σε άτομα που ανήκουν στις παρακάτω ομάδες αυξημένου κινδύνου:
– Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας.
– Ατομα ηλικίας 60 ετών και άνω.
– Παιδιά άνω των 6 μηνών και ενήλικοι που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες: άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές, ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας), μεταμόσχευση οργάνων, δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες), σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα, χρόνια νεφροπάθεια, νευρολογικά ή νευρομυϊκά νοσήματα.
– Εγκυοι ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, λεχωίδες, θηλάζουσες.
– Παχύσαρκα άτομα.
– Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye έπειτα από γρίπη.
– Ατομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.
– Οι κλειστοί πληθυσμοί [προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές σχολείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων ή σχολών, νεοσυλλέκτων στις ένοπλες δυνάμεις, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά., στρατεύσιμοι στα κέντρα κατάταξης και ειδικά όσοι κατατάσσονται κατά τους χειμερινούς μήνες (Οκτώβριο – Μάρτιο)].
– Κτηνίατροι, πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά.