Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι ακολουθούν στο ίνσταγκραμ τον λογαριασμό της Βικτόρια φαν Βάιολενσ από το Βερολίνο. Όπως αναφέρει η Deutsche Welle η Γερμανίδα ινφλουένσερ, το αληθινό όνομα της οποίας είναι Βικτόρια Μίλερ, δημοσιεύει στο ίνσταγκραμ φωτογραφίες της, τις οποίες συνοδεύει με ασυνήθιστες για τον προσεγμένο κόσμο του ίνσταγκραμ περιγραφές. «Όλοι έχουμε μια άσχημη στιγμή, απλώς δεν μιλάμε για αυτήν» γράφει κάτω από μία φωτογραφία της. «Αρνητικά συναισθήματα, αποτυχίες, ξεσπάσματα ή η απώλεια μιας δουλειάς, όλα αυτά είναι ταμπού για την κοινωνία μας». Η φαν Βάιολενσ προσπαθεί να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο αληθινή εικόνα του εαυτού της, χωρίς να προωθεί ένα τέλειο πρότυπο.
Πολλές είναι οι φορές που οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Ωστόσο, περισσότεροι από 500 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το ίνσταγκραμ κάθε μέρα – αριθμός σχεδόν ίσος με ολόκληρο τον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο αγαπητό αυτό το μέσο κοινωνικής δικτύωσης και τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν το χρησιμοποιούμε;
Ο εγκέφαλος μας επιβραβεύει
Ο Νταρ Μέσι, νευροεπιστήμονας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, εξέτασε ανθρώπους που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την μέθοδο της μαγνητικής τομογραφίας. Ο ερευνητής συμπέρανε ότι όταν δεχόμαστε ή κάνουμε λάικ και όταν ελέγχουμε την δραστηριότητα των φίλων μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενεργοποιείται το «σύστημα επιβράβευσης» του εγκεφάλου. Άλλες περιπτώσεις ενεργοποίησης του ίδιου συστήματος είναι όταν μας προσφέρουν φαγητό, ποτό, σεξ και χρήματα, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών. Ο Μέσι εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει επειδή η θέση μέσα σε ένα σύνολο είναι πολύ σημαντική για τον καθένα από εμάς και επίσης θέλουμε να αρέσουμε στους άλλους. Αν και δεν θέλει να το χαρακτηρίσει ως εθισμό, αναφέρει περιπτώσεις όπου άνθρωποι αντιμετώπισαν προβλήματα, όπως η αϋπνία ή η έλλειψη συγκέντρωσης, επειδή δεν μπορούσαν να σταματήσουν να χρησιμοποιούν μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η καθηγήτρια Ηθικής των Μέσων Ενημέρωσης Πέτρα Γκριμ διερωτάται, εάν η τάση μας να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους είναι έμφυτη ή πολιτισμικά διαμορφωμένη. Όπως αναφέρει στη Deutsche Welle, αυτή «γίνεται προβληματική όταν η σύγκριση που κάνουμε οδηγεί σε υποτίμηση του εαυτού μας ή αίσθημα ανωτερότητας, ενώ η συνεχής σύγκριση με τους ινφλουένσερς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αποτρέψει τους νέους ανθρώπους από να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι».
Η ψυχική υγεία των χρηστών
Ποιος ευθύνεται όμως για την κατάσταση της ψυχικής υγείας των χρηστών στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης; Η Γκριμ θεωρεί ότι υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι οι οργανισμοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αναφέρει, όμως, ότι θα ήταν αφελές να περιμένουμε από αυτούς αλλαγές που θα έθεταν σε κίνδυνο το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Για την ίδια, καθοριστικός είναι ο ρόλος της σχολικής εκπαίδευσης. Πιστεύει ότι οι δάσκαλοι πρέπει να εξηγούν στους μαθητές τις επιχειρηματικές στρατηγικές των εταιρειών που βρίσκονται πίσω από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και να τους ενημερώνουν για τις συνέπειες της συστηματικής χρήσης αυτών.
Η φαν Βάιολενς ενοχλείται όταν συνειδητοποιεί ότι ορισμένοι αλγόριθμοι εμποδίζουν τους χρήστες να δουν φωτογραφίες της. Ωστόσο, όσον αφορά στην ανάληψη ευθύνης για την ψυχική υγεία των χρηστών, πιστεύει ότι οι επαγγελματίες ινφλουένσερς οφείλουν να λειτουργούν με διαφάνεια, υπενθυμίζοντας το πόσο ψεύτικο είναι ορισμένες φορές το περιεχόμενο στο ίνσταγκραμ.
Πέρα από τους κινδύνους και τις αρνητικές συνέπειες, ούτε η Βικτόρια φαν Βάιολενς, ούτε η Πέτρα Γκριμ, ούτε ο Νταρ Μέσι δαιμονοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αντιθέτως, τα θεωρούν και οι τρεις μία μοναδική ευκαιρία να συνδεθούν με άλλους ανθρώπους. Όπως σημειώνει τέλος η φαν Βάιολενς, «μπορούμε να διαμορφώσουμε τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν, για παράδειγμα, οι άνθρωποι που ακολουθώ μου δίνουν μία αρνητική αίσθηση, θα πρέπει να σταματήσω να τους ακολουθώ».
Ελίζα Μίμπαχ
Επιμέλεια: Μαγδαληνή Γκόγκου