Η Τουρκία διακατέχεται από ανάμεικτα συναισθήματα για την Ελλάδα. Εχει την υπεροψία της χώρας που υπερτερεί σε πολλούς συντελεστές ισχύος, σε μέγεθος και διπλωματικό εκτόπισμα, από την άλλη θεωρεί την Ελλάδα ευνοημένη και χαϊδεμένο παιδί της Δύσης, τρέφοντας ωστόσο σεβασμό στη διπλωματική μας αρτιότητα και την υψηλή αποτρεπτική μας ισχύ.
Η τουρκική ηγεσία ποντάρει πολλά στην έγκαιρη προσαρμογή της σε έναν κόσμο που αλλάζει, στον οποίο θεωρεί ότι η Δύση δεν θα έχει τον κυρίαρχο ρόλο του παρελθόντος, με συνέπεια να αναζητά τρόπους να εδραιωθεί περιφερειακά. Φαίνεται να μην έχει κατασταλάξει ακόμη στον βαθμό δέσμευσής της έναντι της Ρωσίας και λιγότερο της Κίνας, χρησιμοποιώντας τες ως δυνάμει αντίβαρο στην κλονισμένη σχέση της με τη Δύση.
Εξάλλου, η διστακτικότητα / αναποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον που καταλήγει σε αντιφατικά μηνύματα προς την Αγκυρα, επιτρέπει στον Ερντογάν να αισιοδοξεί ότι ελισσόμενος μεταξύ των πρωταγωνιστών του διεθνούς συστήματος μπορεί στο τέλος να βγει ωφελημένος.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η αμερικανική πρόταση για ολική επαναφορά της Τουρκίας, με την επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35, την εξαγορά Patriot, την άρση των δασμών στις εισαγωγές τουρκικού χάλυβα και αλουμινίου, καθώς και η προοπτική συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που θα εκτοξεύσει τις συναλλαγές στα 100 δισ. $, ακόμη και αν δεν ευδοκιμήσουν, πιστοποιούν πως η τακτική Ερντογάν αποδίδει καρπούς.
Μάλιστα, αν αποφασίσει να «αδειάσει» τη Ρωσία, του προσφέρεται διέξοδος, αφού θα εμφανίσει τις ΗΠΑ να του προσφέρουν γη και ύδωρ. Βέβαια, ούτε αυτή η επιλογή θα ήταν χωρίς κόστος, καθώς οι καλές σχέσεις με τη Μόσχα αποτελούν προϋπόθεση διατήρησης της πολυπόθητης τουρκικής παρουσίας στη συριακή επικράτεια και ανάσχεσης του κουρδικού κινδύνου μέσα από τη συμμετοχή της Αγκυρας στις διαβουλεύσεις για την επόμενη μέρα στη Συρία (απ’ όπου θέλει να αποκλείσει εντελώς το κουρδικό στοιχείο). Ομοίως, αν αποτολμήσει την εισβολή ανατολικά του Ευφράτη, πολλαπλασιάζονται οι επισφάλειες, τόσο επιχειρησιακά όσο και διπλωματικά.
Τούτων δοθέντων και δεδομένης της αναγκαστικής στροφής του Ερντογάν στην ανάταξη της οικονομίας εν μέσω εγχώριας αμφισβήτησης, θα έπρεπε να επιδιώξει εξομάλυνση στα λιγότερο προβληματικά μέτωπα προκειμένου να μετριάσει την υπερέκθεσή της. Μια συνειδητοποιημένη τουρκική ηγεσία θα επεδίωκε τη σχετική αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Μια λιγότερο αλαζονική Τουρκία θα προσέγγιζε διαφορετικά το Κυπριακό και όχι με όρους του 1959-1960. Βέβαια, οι ενεργειακές ανακαλύψεις έχουν αλλάξει τις ισορροπίες και το διακύβευμα. Πιο ρεαλιστικά και άμεσα, μπορεί να συνηγορήσει σε πρακτικά βήματα αποσυμπίεσης της έντασης στο Αιγαίο (π.χ. διερευνητικές συνομιλίες), ειδάλλως αυξάνεται ο κίνδυνος εμπλοκής, ενισχύονται οι ακραίες φωνές εκατέρωθεν και εδραιώνεται η πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατή η συνύπαρξή μας, άρα η επίλυση των διαφορών μας θα γίνει μόνο κατόπιν επεισοδίου ή πολεμικής αναμέτρησης. Αν εξ ανάγκης ο Ερντογάν αλλάξει στάση, τότε θα δοκιμαστεί η δυνατότητα επιβολής της στο εσωτερικό, όπου καιροφυλακτούν Μπαχτσελί και βαθύ κράτος.