Η Ιστορία δεν είναι προβλέψιμη. Μια ανάσα πριν από τον 20ό αιώνα, το 1898, πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των ΗΠΑ και της Ισπανίας όταν η Ουάσιγκτον στήριξε ένοπλα τον αγώνα της Κούβας για ανεξαρτησία από τη Μαδρίτη. Σε τελεσίγραφα του ισπανικού προς τον αμερικανικό στόλο αποτυπώνεται η σκληρή γλώσσα των ισχυρών Ισπανών προς τους παράτολμους Αμερικανούς που για πρώτη φορά επιχειρούσαν σε ρόλο διεθνούς δύναμης. Και πέτυχαν: οι ισχυροί ηττήθηκαν. Ετσι ξεκινά ο 20ός αιώνας: ο «αιώνας των ΗΠΑ» που επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει βαθιά, καθολικά την Ελλάδα.
Αν και η προαναγγελθείσα συνάντηση Τραμπ – Μητσοτάκη στο περιθώριο του ΟΗΕ έπεσε θύμα των εξελίξεων στην αμερικανική Βουλή κατά του προέδρου των ΗΠΑ, το ιστορικό των διμερών επίσημων ή μη επαφών είναι ήδη μακρό και ιστορικά λίαν διαφωτιστικό. Ηδη από την εποχή των Ουίλσον και Βενιζέλου, η Ελλάδα βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της νέας τότε δύναμης, κυρίως για την ισορροπία της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία / Τουρκία. Οι προσπάθειες στήριξης από τις ΗΠΑ με επισκέψεις κορυφής στην Ουάσιγκτον ξεκινούν, αν και με εντελώς διαφορετικό αντικείμενο, από τον βασιλέα Γεώργιο Β’ και τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής Εμμανουήλ Τσουδερό στον Ρούσβελτ το 1942. Το 1946, στην αρχή του Εμφυλίου, πηγαίνει στον Λευκό Οίκο του Τρούμαν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης για να ζητήσει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που οι Βρετανοί δεν μπορούσαν πλέον να παράσχουν: αυτή είναι η βάση για το Δόγμα Τρούμαν του 1947. Είναι η πιο σημαντική επίσκεψη του είδους της σε μία εποχή που κρίνονται τα πάντα: θα μείνει ή όχι η Ελλάδα στη Δύση; Αργότερα και με το Κυπριακό, η ελληνική εξωτερική πολιτική περνάει πλέον μονίμως σχεδόν αποκλειστικά από την αμερικανική πρωτεύουσα. Εκτοτε, όλοι ανεξαιρέτως οι πρωθυπουργοί αγωνιούν για το αν και πότε θα έρθει η πρόσκληση από το Οβάλ Γραφείο. Και για το τι θα συμβεί εκεί, αν τελικά έρθει. Ακόμα περισσότερο βλέπουν (συνήθως μόνο) στα όνειρά τους να στρώνουν το κόκκινο χαλί για να σταθμεύσει το Air Force One σε αεροδρόμιο της Αθήνας.
Πρώτος στην Ελλάδα
Τα πράγματα έχουν ηρεμήσει το 1959 εν όψει της επερχόμενης λύσης του Κυπριακού, όταν ο Αϊζενχάουερ γίνεται ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που επισκέπτεται την Ελλάδα. Το 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανταποδίδει την επίσκεψη στον διάδοχό του Κένεντι. Ο βασιλιάς Παύλος είχε ήδη πάει δύο φορές στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ΄50, όπως αργότερα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, για ουσιώδεις συζητήσεις: είναι πλέον χούντα και το αντικείμενο της συζήτησης με τον Τζόνσον είναι το αν οι ΗΠΑ θα στηρίξουν τον Κωνσταντίνο στην προσπάθεια να διώξει τη χούντα, που τελικά εκδηλώθηκε, χωρίς επιτυχία τον Δεκέμβριο του 1967. Αν και ο Τζόνσον έστειλε μήνυμα στήριξης μέσω του πύργου ελέγχου στο βασιλικό αεροσκάφος όταν αυτό πετούσε πλέον για την Αθήνα, η στήριξη δεν ήρθε. Στη Μεταπολίτευση, πάντως, το προεδρικό σύστημα λειτουργεί αυστηρά: οι επισκέψεις κορυφής στην Ουάσιγκτον, τα State visits, πρέπει να αφορούν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κάτι που στερείται πολιτικής σημασίας και ουσιαστικά δεν ενδιαφέρει τους Αμερικανούς. Υπήρξε όμως σειρά από (αν και λίγες σε σύγκριση λ.χ. με την Τουρκία ή τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες) επίσημες επισκέψεις, συναντήσεις εργασίας, ή στα πλαίσια υπερεθνικών οργανισμών.
Οι ελληνοαμερικανικές συναντήσεις κορυφής ενίοτε έγραψαν ιστορία – όπως και το ότι κάποιες δεν έγιναν, αν και για διαφορετικούς λόγους από αυτήν τώρα. Στην «παγωμένη περίοδο» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, τη δεκαετία του ’80, ο Ρέιγκαν απέκρουσε όλες τις (επίπονες) προσπάθειες του Ανδρέα Παπανδρέου να γίνει δεκτός στον Λευκό Οίκο. Σχεδόν πάντοτε, οι συναντήσεις αυτές απλώς επισφραγίζουν διπλωματικές διεργασίες που συχνά είναι σημαντικές ακόμα και αν δεν στεφθούν με τέτοια κατάληξη. Η Ελλάδα και η Κύπρος απογοητεύθηκαν κάποιες φορές από τα αποτελέσματα επισκέψεων, αν και γνώριζαν ότι δεν θα έπρεπε να έχουν προσδοκίες από αυτές. Αλλοτε πάλι, το πραγματικό εξαγόμενό τους δεν είναι συγκεκριμένες αποφάσεις, αλλά ουσιαστικές μεταβολές ενός κλίματος που πέρασε από σαράντα κύματα. Επίσης, όταν οι συνθήκες γίνονταν πιο δύσκολες, ενίοτε οι πρόεδροι γίνονται… αντιπρόεδροι: αυτό συνέβη λ.χ. με τον ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρο Σπύρο Αγκνιου που επισκέφθηκε την Αθήνα επί χούντας, το 1971, δίνοντας τελικά ώθηση όχι στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις αλλά, αντιθέτως, στον μεταπολιτευτικό αντιαμερικανισμό, τον οποίο γιγάντωσε ο «Αττίλας» του 1974.
Στην περίοδο από το 2009 και έπειτα, τα προαναφερθέντα πάγια ζητήματα είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα λόγω της πτώχευσης και της προσπάθειας της Ελλάδας να πετύχει τη στήριξη των ΗΠΑ, που ήρθε σε οριακές στιγμές, για ευρύτερους βέβαια λόγους. Το ζήτημα της παραμονής στο ευρώ κυριάρχησε στις έκτοτε συναντήσεις αμερικανών προέδρων με έλληνες πρωθυπουργούς, στα χρόνια του Ομπάμα και, μέχρι τώρα, του Τραμπ, με συνομιλητές τους Παπανδρέου, Σαμαρά και Τσίπρα. Σήμερα, το ζήτημα έχει «κλείσει». Επιπλέον, λόγω των ενεργειακών εξελίξεων, της διόγκωσης του επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού και των διαρκών αμερικανοτουρκικών εντάσεων που έχουν υποσκάψει αλλά δεν έχουν εκθεμελιώσει τη στρατηγική ισορροπία μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, η ατζέντα επιστρέφει νομοτελειακά στο γεωπολιτικό της επίκεντρο.
Αϊζενχάουερ, Κένεντι – Καραμανλής
Το 1959, στη δέκατη επέτειο από τη λήξη του Εμφυλίου οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ επισφραγίζονται από την επίσκεψη του προέδρου Αϊζενχάουερ, την πρώτη αμερικανού προέδρου, στην Αθήνα. Ο Αϊζενχάουερ διατηρούσε μέχρι τέλους έντονη την ανάμνηση του παππού του που όταν ήταν παιδί του διάβαζε επί ώρες Ομηρο στα αρχαία Ελληνικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται: ως στρατιωτικός επικεφαλής του ΝΑΤΟ είχε έρθει για την ένταξη της Ελλάδας στη Συμμαχία το 1952. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η Ελλάδα για την αμερικανική βοήθεια σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, το 1959 οι προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού κορυφώνονται και αποτελούν σημαντικό διεθνές ζήτημα. Επιπλέον, υφίσταται ζήτημα ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ μετά την υπογραφή των ιδρυτικών συμφωνιών. Ο Καραμανλής την υποστηρίζει αλλά ο Μακάριος την αρνείται. Συζητούνται ακόμα οι ξένες επενδύσεις που διανύουν τη χρυσή περίοδό τους στη χώρα. Η επίσκεψη είναι εξαιρετικά επιτυχής. Αλλωστε είναι πάνω απ’ όλα ο αρχιτέκτονας της τελικής νίκης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ως τέτοιος γίνεται δεκτός από τεράστιο πλήθος.
Το 1961, ο Καραμανλής θα ανταποδώσει πηγαίνοντας στην Ουάσιγκτον. Η επίσκεψη είναι επίσης ιστορική. Οχι μόνον γιατί υπόσχεται σαφώς μία επερχόμενη πλήρη άνθηση των διμερών σχέσεων, αλλά και γιατί το λαμπερό πρωθυπουργικό ζεύγος είναι το πρώτο που δέχονται οι Κένεντι στον Λευκό Οίκο. Η επίσκεψη συμπίπτει με την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα. Παρά τη μεγάλη κρίση, ο Κένεντι περνά πολλές ώρες συζητήσεων με τον Καραμανλή, κάτι που σημειώνεται διεθνώς. Κύρια θέματα, οι επενδύσεις, η αμυντική βοήθεια αλλά και η διεθνής κατάσταση. Λίγο καιρό μετά, το 1963, δύο πολιτικές δολοφονίες θα εκτροχιάσουν τα πάντα: του ίδιου του Κένεντι στο Ντάλας και του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα, ουδείς εκ των δύο τόσο ελπιδοφόρων για τις διμερείς σχέσεις συνομιλητών θα κυβερνά. Η συγκυρία θα αποβεί εξαιρετικά αρνητική.
Τζόνσον – Παπανδρέου
Ο διάδοχος του Κένεντι Τζόνσον δέχεται το 1964 στον Λευκό Οίκο τον διάδοχο του Καραμανλή, Γεώργιο Παπανδρέου. Το κλίμα πια είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης επίσκεψης. Τα αμερικανικά σχέδια για την Κύπρο απορρίπτονται από την ελληνική πλευρά, υπό την έντονη συντονισμένη επιρροή του Μακάριου και του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρών στην Ουάσιγκτον, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος θα αφηγηθεί πολύ αργότερα ότι βγαίνοντας από την αίθουσα των συνομιλιών, ο Τζόνσον τον πλησίασε και του είπε στο αφτί περνώντας μια πολύ βαριά φράση: «Πάρ’ τον, δεν αξίζει τίποτα…». Ο Ιάκωβος πάγωσε και, κυρίως, η μακρά εποχή του αντιαμερικανισμού ξεκινούσε, μαζί με την αλλαγή της «πολικότητας» στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Αθήνα – Αγκυρα.
Μπους – Μητσοτάκης
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του πρώτου έλληνα πρωθυπουργού που θα επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο μετά τον Γεώργιο Παπανδρέου, επιχειρείται η πλήρης αναστροφή του κακού κλίματος της δεκαετίας του ΄80, όταν το ζήτημα των στρατιωτικών διευκολύνσεων, των Βάσεων, είχε πλέον καταστεί επώδυνα κυρίαρχο στις διμερείς σχέσεις, όπως εξίσου και εκείνο της τρομοκρατίας. Ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος θα έρθει και εκείνος στην Αθήνα. Η επίσκεψη είναι επιτυχής, ενώ μετέχει και πάλι, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτή τη φορά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τρεις δεκαετίες μετά τον Αϊζενχάουερ. Ο Μπους αναφωνεί «ζήτω η Ελλάς» στη Βουλή. Ομως, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις σύντομα θα εισέλθουν σε νέα απρόβλεπτη δύσκολη περίοδο λόγω των γεγονότων γύρω από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τελικά θα έρθει η στιγμή που από τη Βουλιαγμένη ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ θα «μαντέψει» πρόωρες εκλογές και πτώση της κυβέρνησης – όπως ακριβώς συνέβη. Η επίσκεψη πάντως έμεινε στην ιστορία και για τα ντολμαδάκια της Μαρίκας Μητσοτάκη.
Κλίντον – Σηµίτης
Το 1999, η αμερικανική «συγγνώμη» από τον Μπιλ Κλίντον για τη στάση των ΗΠΑ στη δικτατορία δεν ήταν δυστυχώς το μόνο σημαντικό εξαγόμενο μιας επίσκεψης που εξ αρχής δεν πήγε καλά. Οι Αμερικανοί επιθυμούσαν περισσότερες μέρες για τον Κλίντον στην Αθήνα και, μάλιστα, τερματισμό της επίσκεψης με στρατηγικής σημασίας ομιλία του στην Αλεξανδρούπολη. Η ελληνική πλευρά ήταν επιφυλακτική. Επιπλέον, η έλευση Κλίντον συνοδεύτηκε από εκρηκτικά γεγονότα στην Αθήνα. Ο αντιαμερικανισμός εξηγεί, εν μέρει, τα παραπάνω. Το κυριότερο όμως ήταν ότι κάποια από αυτά που ειπώθηκαν στο επίσημο δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο ενόχλησαν εξαιρετικά τους Αμερικανούς, καθώς δεν ανταποκρίνονταν στο περιεχόμενο του κειμένου που είχαν από πριν λάβει δια της διπλωματικής οδού – κάθε άλλο μάλιστα, τα αξιολόγησαν ως σχεδόν προσβλητικά. Με την επιστροφή τους στο ξενοδοχείο υπήρξαν έντονες εισηγήσεις για άμεση διακοπή του ταξιδιού και εσπευσμένη αναχώρηση του αμερικανού προέδρου. Το 2005 θα μεταβεί στον Λευκό Οίκο και ο Κώστας Καραμανλής.
Οµπάµα – Παπανδρέου, Σαµαράς, Τσίπρας – Τραµπ
Η πτώχευση της Ελλάδας, τα προγράμματα διάσωσης, η παραμονή στο ευρώ και η ανάκαμψη της οικονομίας κυριαρχούν σε μία σειρά από συναντήσεις με ουσιαστικό αντικείμενο την προσπάθεια να ασκηθεί αμερικανική επιρροή υπέρ της Ελλάδας τόσο στο ΔΝΤ, όσο και στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Η επίσκεψη Σαμαρά θα είναι η πλέον ουσιώδης, καθώς, μεταξύ άλλων, θα συμβάλει στην κρίσιμη ενεργειακή ατζέντα και τις νέες στρατηγικές συνεργασίες που αυτή επιτρέπει. Ο Ομπάμα θα γίνει, λίγο καιρό αργότερα, ο τέταρτος αμερικανός πρόεδρος που θα επισκεφθεί την Ελλάδα μετά τον Αϊζενχάουερ, τον Μπους και τον Κλίντον. Εχει εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ομπάμα θα ανέβει στην Ακρόπολη να αποχαιρετίσει το λίκνο της Δημοκρατίας. Υστερα από κάποια χρόνια, ένα «παράξενο ζευγάρι» θα κάνει την εμφάνισή του στον κήπο του Λευκού Οίκου: Ο Τραμπ θα υποδεχθεί τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος είχε μιλήσει στο παρελθόν σκαιότατα για τον αμερικανό πρόεδρο: «Δεν με ήξερε τότε», θα πει ο Τραμπ… Η «Αριστερά» ευλογεί το «επίσημο» τέλος του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα. Είπαμε: η Ιστορία δεν είναι προβλέψιμη…