Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι, για πολλούς, ο μεγαλύτερος Έλληνας λαϊκός συνθέτης. Ο ιδιοφυής τραγουδοποιός που αναμόρφωσε το ρεμπέτικο τραγούδι, το έβγαλε από τους τεκέδες και τα καταγώγια, διεύρυνε τη θεματολογία του και έφτιαξε τραγούδια που ένωσαν για πρώτη φορά μεταπολεμικά τους διχασμένους Έλληνες.
Έγραψε πάνω από 500 τραγούδια, από τα οποία περίπου 100 προπολεμικά και είναι ο συνθέτης με τις περισσότερες επιτυχίες από κάθε άλλο συνθέτη. Τα τραγούδια του ακούγονται ανελλιπώς, κάθε βράδυ, σε μουσικές σκηνές, αίθουσες συναυλιών, ταβέρνες, σε προγράμματα ρεμπέτικης, λαϊκής, έντεχνης αλλά και σύγχρονης μουσικής. Τραγούδια που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στο πολιτιστικό μας DNA, κομμάτια όπως «Αρχόντισσα», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Κάνε λιγάκι υπομονή» και πολλά άλλα των οποίων ο αριθμός είναι εξαιρετικά μεγάλος.
Εκτός όμως από τα τραγούδια εκείνα που ξαναηχογραφήθηκαν και πέρασαν στον πολύ κόσμο μέσα από τις διάφορες επανεκτελέσεις τους, ο Τσιτσάνης έγραψε και πολλά αριστουργηματικά κομμάτια που δεν είναι γνωστά στον πολύ κόσμο.
Αυτά θα είναι οι πρωταγωνιστές της συναυλίας «Ο άγνωστος Τσιτσάνης» που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 5 Οκτωβρίου στο χώρο «Μακάρι» στις 22.00 (Ζωοδόχου Πηγής 125, Εξάρχεια, τηλ. 210-6458958, είσοδος 10 ευρώ).
Ο τραγουδοποιός, συγγραφέας και δημιουργός του συγκροτήματος «Ενδελέχεια», Δημήτρης Μητσοτάκης και οι «Ρε Καντίνι» βασισμένοι στις πρώτες, αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα του οποίου το πρώτο μέρος αποτελείται αποκλειστικά από τα λιγότερα γνωστά τραγούδια του Τρικαλινού συνθέτη, ενώ στο δεύτερο μέρος τη σκυτάλη θα πάρουν οι πλέον γνωστές επιτυχίες και, όπως δηλώνει ο Δημήτρης, “…ό,τι ήθελε προκύψει”.
Οι «Ρε Καντίνι» δημιουργήθηκαν το 2013 από τον Δημήτρη Μητσοτάκη, με σκοπό την παρουσίαση του ρεμπέτικου τραγουδιού στην αυθεντική μορφή τόσο από άποψη φόρμας όσο και περιεχομένου. Από τότε η κομπανία έχει παρουσιάσει πολλές παραστάσεις με θέμα το ρεμπέτικο σε όλη την Ελλάδα.
Ο Μητσοτάκης μιλάει λοιπόν στα «Νέα» για τον άγνωστο Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο και τους ήχους του.
1. Πώς προέκυψε η ιδέα για τις συναυλίες;
-Με τους Ρε Καντίνι συνεργάζομαι ανελλιπώς από το 2013 και σε τακτά χρονικά διαστήματα παρουσιάζουμε θεματικές βραδιές πάντα με άξονα το ρεμπέτικο τραγούδι. Στα πλαίσια αυτά προέκυψε και η ιδέα για τις φετινές συναυλίες.
2.Γιατί στραφήκατε στα άγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη και όχι στα γνωστά που είναι best sellers;
-Ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει γράψει πάνω από 500 τραγούδια και είναι ο συνθέτης με τις περισσότερες επιτυχίες από κάθε άλλο Έλληνα τραγουδοποιό. Πολλά από τα τραγούδια του υπάρχουν σε πολλές επανεκτελέσεις και τον έχουν τραγουδήσει όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές. Πέρα όμως από τα λεγόμενα σουξέ, ο Τσιτσάνης έχει γράψει αριστουργήματα που παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, Τα συγκεκριμένα κομμάτια ήθελα να παρουσιάσω γιατί θεωρώ ότι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και ένιωσα την επιθυμία να τα μοιραστούμε τους φίλους, ακροατές μας. Βέβαια ο τίτλος του προγράμματος είναι ολίγον προβοκατόρικος και αναφέρεται ουσιαστικά στο Α’ μέρος, αφού στο Β’ μέρος θα παίξουμε πολλές από τις επιτυχίες του. Πώς θα γινόταν διαφορετικά, άλλωστε;
3.Ποιους τίτλους τραγουδιών θ’ ακούσει το κοινό στα Εξάρχεια;
-Δεν θα αποκαλύψω, όποιος θέλει να μάθει θα πρέπει να έρθει στην συναυλία.
4.Είστε ένας τραγουδοποιός που συνήθως καταπιάνεστε με πιο σύγχρονη μουσική. Τι σας συγκινεί στο ρεμπέτικο και το επανακαλύπτετε;
-Με το ρεμπέτικο ασχολούμαι από πολύ μικρή ηλικία και πολύ πριν τους Ενδελέχεια. Ίσως η αγάπη μου να πηγάζει από τον Πειραιά στον οποίο γεννήθηκα ή ίσως να έρχεται ως κυτταρική μνήμη από την Σμύρνη στην οποία έχω το 1/4 της ρίζας μου, αφού εκεί γεννήθηκε η μάνα του πατέρα μου. Στο ρεμπέτικο με συγκινεί ο τρόπος που παίζεται και εκφέρεται. Δωρικά, με περηφάνια, χωρίς κλάψα και, φυσικά, οι μελωδίες, οι τόσο βαθιές και αληθινές μουσικές που χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά και στα πόδια του μερακλή χορευτή.
5.Στην έρευνά σας για τη συναυλία, θυμηθήκατε κι εσείς ο ίδιος τραγούδια του Τσιτσάνη που είχατε να πιάσετε καιρό;
-Τραγούδια που δεν είχα πιάσει ποτέ! Κρυμμένα διαμάντια που αξίζει να παρουσιαστούν στο κοινό. Ιδιοφυείς συνθέσεις και στίχους που μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά. Μελωδίες που δεν γράφονται πια.
6.Οι μελωδίες και οι στίχοι του Τσιτσάνη πώς μιλάνε σήμερα στο κοινό μιας άλλης εποχής;
-Με τον τρόπο που τα καλά τραγούδια ξεπερνούν την εποχή τους και γίνονται κλασικά. Ο Τσιτσάνης είναι κλασικός γιατί τα τραγούδια του συνεχίζουν να ακούγονται εδώ και πάνω από 80 χρόνια. Σχεδόν έξι γενιές μετά από τότε που πρωτοακούστηκαν. Τα τραγούδια του
είναι ζωντανά και συγκινούν το ίδιο δυνατά έναν καλό ακροατή μεγάλης, μέσης ή νεαρής ηλικίας και αυτό είναι κάτι που το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια.
7.Γιατί επιλέξατε να χρησιμοποιήσετε ως βάση σας τις αυθεντικές εκτελέσεις του Τσιτσάνη;
Λατρεύω τον ήχο των ηχογραφήσεων των δίσκων 78 στροφών. Αντίθετα δεν μου αρέσουν καθόλου οι ηχογραφήσεις ή οι επανεκτελέσεις που έγιναν στα παλιά ρεμπέτικα στις δεκαετίες από το ’60 και μετά. Αποκορύφωμα κακογουστιάς στο θέμα αυτό υπήρξε η περίοδος της χούντας και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο ήχος άλλαξε εντελώς και τα τραγούδια έχασαν το χρώμα τους. Το ηλεκτρικό μπουζούκι και τα τύμπανα είναι δυο στοιχεία που αφαίρεσαν από τα ρεμπέτικα όλη τους την γοητεία και τον ηχητικό τους χαρακτήρα. Εξαφανίστηκαν οι όμορφες διφωνίες και τριφωνίες του ’40 και του ’50. Άλλαξαν οι αρμονίες των συνθέσεων. Οι λαϊκοί τραγουδιστές έγιναν φίρμες. Άλλαξαν οι ερμηνείες, έγιναν πομπώδεις, ωραιοπαθείς. Οι μεγάλες φωνές που τα ξανατραγούδησαν δεν τα κατάφεραν γιατί το τραγούδι είναι σύνολο, είναι φόρμα, είναι εποχή, δεν αρκεί μόνο η φωνή που θα το πει.