Οι ΗΠΑ συνδυάζουν δύο φαινομενικά αντιφατικές ιδιότητες. Από την μια είναι, η χώρα με ένα θεσμοθετημένο σύστημα διαπλοκής. Τόσο σύστημα των λόμπι όσο και οι μεγάλες δυνατότητες χρηματοδότησης προεκλογικών εκστρατειών από ιδιώτες αλλά και επιχειρήσεις, καθιστούν πολύ πιο ορατό και εμφανή το δεσμό πολιτικής εξουσίας και χρήματος. Από την άλλη, είναι μια χώρα όπου συχνά ένα σκάνδαλο, ακόμη και για δευτερεύον ζήτημα, μπορεί να γίνει μοχλός αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού.
Παραδοσιακά σύνθετο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, με πλήθος ασφαλιστικές δικλείδες και μηχανισμούς εξισορρόπησης (checks and balances), δύσκολα παράγει πολύ μεγάλα χάσματα πολιτικών και ενθαρρύνει διακομματικές συμπράξεις. Όταν εμφανίζεται μεγάλη πόλωση είναι συνήθως ένδειξη πολιτικής κρίσης ή μεταβατικής στιγμής στην αμερικανική ιστορία. Ακόμη και τότε, συνήθως όλα συμπυκνώνονται σε κάτι δευτερεύον. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, για παράδειγμα, ποτέ δεν θα παραπεμφθεί για τους παράνομους βομβαρδισμούς στην Καμπότζη παρότι θα υπάρξει σχετική πρόταση Δημοκρατικού βουλευτή. Θα χρειαστεί η διάρρηξη στο συγκρότημα του Watergate για να ξεκινήσει η πτώση.
Αυτό μπορεί να δώσει ένα περίγραμμα για αυτό που συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ, γύρω από το ερώτημα καθαίρεσης του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ένα σύνολο από συγκρούσεις που αφορούν την πολιτική κατεύθυνση της υπερδύναμης καταλήγουν να φορτίσουν ένα συγκεκριμένο ερώτημα: εάν ο Τραμπ καταχράστηκε την θέση εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης της αμερικανικής βοήθειας σε ξένες χώρες, για ίδιον πολιτικό όφελος. Όμως, το ίδιο το περιστατικό που θεωρείται «πέτρα του σκανδάλου» με τη σειρά του αποκαλύπτει αμφιλεγόμενες πρακτικές και όσων τον κατηγορούν.
Το προηγούμενο της έρευνας για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έγινε μετά από μια αρκετά συγκρουσιακή προεκλογική εκστρατεία. Μεγάλο μέρος από το ίδιο του το κόμμα δεν τον θεωρούσε κατάλληλο για υποψήφιο, αλλά κέρδισε το χρίσμα. Η σύγκρουση με τη Χίλαρι Κλίντον ήταν μεγάλη και το αποτέλεσμα οριακό. Ο Τραμπ ήταν δεύτερος σε απόλυτο αριθμό ψήφων αλλά πρώτος σε εκλέκτορες. Μεγάλες κατηγορίες ψηφοφόρων τον είδαν εξαρχής ως αντίπαλο, την ώρα που τμήμα του κατεστημένου τον αντιμετώπισε με επιφύλαξη ή και ακρότητα. Πλευρές της οικονομικής του πολιτικής, όπως η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, θα διαιρέσουν ακόμη και τις οικονομικές ελίτ, παρότι η γενική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας θα παραμείνει θετική. Η εξωτερική πολιτική θα μοιάζει κατά περίπτωση να αποκλίνει εν μέρει από τη στρατηγική του «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Τα περισσότερα ΜΜΕ θα τον κατηγορήσουν για «λαϊκισμό», ενώ στο στόχαστρο θα μπουν τόσο η αντιμεταναστευτική του πολιτική όσο και η περιφρόνησή του για τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής (παρότι οι εξορυκτικές βιομηχανίες θα σταθούν στο πλευρό του).
Οι Δημοκρατικοί εξαρχής αναζήτησαν τρόπους για να μπορέσουν να τον αντιμετωπίσουν ακόμη και μέσα από τη διαδικασία της καθαίρεσης. Αυτό στηρίχτηκε και πάνω στην εκτίμηση ότι ως ένα βαθμό ήταν σχετικά εξωτερικός προς μεγάλο μέρος της ελίτ και του Ρεπουμπλικανικού χώρου (παρότι βέβαια αυτή τη στιγμή ο Τραμπ απολαμβάνει της στήριξης του κόμματός του κάτι που μπορεί να σημαίνει απόρριψη του αιτήματος καθαίρεσης στη Γερουσία).
Αρχικά θεωρήθηκε ότι η αχίλλειος πτέρνα του ήταν η υποτιθέμενη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016. Σύμφωνα με το αρχικό σχήμα όχι μόνο υπήρξε ρωσική ανάμειξη, τόσο με πρακτικές παράνομης απόκτησης δεδομένων και μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όσο και με απόπειρα χειραγώγησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και ο ίδιος Τραμπ κατά κάποιο τρόπο είχε συναλλαγές με τη Ρωσική πλευρά. Ωστόσο, παρά την μακρόχρονη έρευνα στοιχεία επαρκή δεν θα βρεθούν.
Το Ukrainegate
Όπως δείχνουν όλα παράλληλα ο Τραμπ ήθελε να συγκεντρώσει στοιχεία για το ακριβώς συνέβαινε στην Ουκρανία. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν μια συγκεκριμένη υπόθεση που αφορά το γιο του Τζο Μπάιντεν, αντιπροέδρου του Μπαράκ Ομπάμα, εκ των βασικών διεκδικητών του χρίσματος των Δημοκρατικών και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ικανού να κερδίσει απέναντι στον Τραμπ.
Τον Μάιο του 2016, ο Τζο Μπάιντεν, επιφορτισμένος από τον Ομπάμα να παρακολουθεί την κατάσταση στην Ουκρανία, επισκέφτηκε το Κίεβο για να ενημερώσει τον πρόεδρο Ποροσένκο ότι οι ΗΠΑ είχανε εγκρίνει εγγυήσεις ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων για να διευκολυνθεί η αποπληρωμή του πολύ υψηλού ουκρανικού χρέους. Όμως, ο Μπάιντεν ζήτησε σε αντάλλαγμα κάτι πολύ συγκεκριμένο, που ήταν όρος απόλυτος για να εγκριθεί η βοήθεια. Ο Ποροσένκο να απολύσει ουσιαστικά τον επικεφαλής Εισαγγελέα του. Μόνο που αυτός ο Εισαγγελέας ερευνούσε τη εταιρεία Burisma Holdings, τη μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου στην Ουκρανία, η οποία περιλάμβανε στο διοικητικό συμβούλιο, με μισθό 50.000 δολάρια τον γιό του Μπάιντεν, Χάντερ Μπάιντεν. Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει ότι αγνοούσε τη σχέση του γιου του με τη συγκεκριμένη εταιρεία.
Ο Τραμπ ήθελε στοιχεία για αυτή την υπόθεση, γιατί θεωρούσε ότι αυτά τα στοιχεία θα έπλητταν την υποψηφιότητα του Μπάιντεν, ακριβώς γιατί τον έδειχναν να εκβιάζει μια ξένη κυβέρνηση για προστατευτεί ένας συγγενής του. Από όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αυτή η προσπάθεια ήταν πολύ έντονη και με αυτήν ασχολούνταν ο δικηγόρος του Τραμπ και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκη Ρούντι Τζουλιάνι.
Το περίφημο τηλεφώνημα
Αυτό μας φέρνει στο τηλεφώνημα της 25ης Ιουλίου 2019 του Τραμπ προς τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι. Στο τηλεφώνημα αυτό ο Τραμπ ζήτησε από τον Ουκρανό ομόλογό του να ανοίξει ξανά η δικαστική έρευνα κατά της Burisma Holdings και του Χάντερ Μπάιντεν. Λίγους μήνες μετά, ένα στέλεχος της CIA, λειτουργώντας ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, υπέβαλε αναφορά υποστηρίζοντας ότι ο Τραμπ πίεσε τον Ζελένσκι να ανοίξει την έρευνα σε βάρος του Χάντερ Μπάιντεν χρησιμοποιώντας την αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία.
Οι Δημοκρατικοί θεώρησαν ότι επιτέλους είχαν μια μαρτυρία αξιόπιστη που να τεκμηριώνει ότι ο Τραμπ όντως καταχράστηκε το αξίωμα του προέδρου. Επιμένουν ότι δεν είναι δυνατόν ένας πρόεδρος να χρησιμοποιεί την αμερικανική βοήθεια ως εργαλείο για να αποσπάσει άμεσα προσωπικά οφέλη.
Γι’ αυτό το λόγο και ακόμη και η δύσπιστη μέχρι τώρα σε προτάσεις καθαίρεση Νάνσι Πελόζι, που είναι η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, συμφώνησε να ξεκινήσει η διαδικασία καθαίρεσης.
Αλληλοκατηγορίες
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ χρησιμοποίησε κι άλλη φορά το αξίωμά του με αυτό τον τρόπο. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές για συνομιλία του με τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον, από τον οποίο ζητούσε να συντονιστεί με τον αμερικανό υπουργό δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ σε σχέση με την έρευνα για το Russiagate. Ο Μπαρ διεξάγει μια έρευνα για να εντοπίσει τη μεθόδευση για την αρχική έρευνα του FBI για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές, μια έρευνα που ο Τραμπ εξαρχής είχε θεωρήσει αβάσιμη.
Ο λόγος που ο Μπαρ ενδιαφέρεται για την Αυστραλία είναι γιατί τον Μάιο του 2016 ο Τζορτζ Στεφανόπουλος, σύμβουλος του Τραμπ (που τότε δεν είχε καν πάρει επίσημα το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών) συναντήθηκε με Αυστραλό διπλωμάτη στο Λονδίνο και ανάμεσα στα άλλα του ανέφερε ότι οι Ρώσοι είχαν επιβαρυντικά στοιχεία για τη Χίλαρι Κλίντον. Ο διπλωμάτης ενημέρωσε τις αυστραλιανές αρχές. Όταν το FBI ξεκίνησε την έρευνα για τη ρωσική ανάμειξη οι αυστραλιανές υπηρεσίες, που έχουν πάγια συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών με τις αμερικανικές, κοινοποίησαν το σχετικό διπλωματικό τηλεγράφημα.
Ταυτόχρονα, οι Δημοκρατικοί πιέζουν για να κοινοποιηθούν και άλλες συνομιλίες του Τραμπ με ξένους ηγέτες. Υποστηρίζουν ότι έτσι θα βρεθούν στοιχεία για την κατάχρηση του αξιώματος. Η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι αυτό φαλκιδεύει τη δυνατότητα του προέδρου να ασκεί διπλωματία μέσα από άμεση προσωπική επικοινωνία με ξένους ηγέτες.
Ούτως ή άλλως οι Δημοκρατικοί δείχνουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη δυνατότητα που έχουν οι αρμόδιες επιτροπές της Βουλής να αποστέλλουν κλητεύσεις για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν όλα τα στοιχεία και να προχωρήσουν σε αποκαλύψεις για τον Τραμπ.
Από τη μεριά τους οι Ρεπουμπλικάνοι επιμένουν ότι οι Δημοκρατικοί αρνούνται να μιλήσουν για την «πέτρα του σκανδάλου», δηλαδή την προσπάθεια του Μπάιντεν να εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση για τον γιο του εκβιάζοντας μια ξένη κυβέρνηση.
Πολιτική πόλωση
Η όλη συνθήκη παραπέμπει σε μια πολύ μεγάλη πολιτική πόλωση. Αυτό φαίνεται και στην εξαιρετικά μεροληπτική κάλυψη που κανείς συναντά σε μέσα ενημέρωσης ως προς την υπόθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ είναι ταυτόχρονα δημοφιλής ανάμεσα σε συγκεκριμένες μερίδες του αμερικανικού κεφαλαίου αλλά ταυτόχρονα πολύ αντιπαθής σε άλλες, συμπεριλαμβανομένης της δυσπιστίας με την οποία τον αντιμετωπίζουν αρκετές δυτικές κυβερνήσεις.
Η ίδια η Αμερική ούτως ή άλλως αυτή την περίοδο αποδείχτηκε αρκετά διαιρεμένη, όχι μόνο σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και σε επίπεδο ελίτ, με την τελευταία διαίρεση να αντανακλάται σε και διαιρέσεις εντός των ίδιων των κρατικών μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ασφαλείας.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια συνθήκη πολιτικής κρίσης που μπορεί να αντανακλά τις αντιφατικές τάσεις που αναπτύσσονται και για την εσωτερική και για την εξωτερική πολιτική, αλλά με τη σειρά της αρχίζει να φαντάζει και ως στοιχείο αδυναμίας σε μια κρίσιμη περίοδο συνολικά για το παγκόσμιο σύστημα.
Ίσως μάλιστα τελικά αυτό το στοιχείο, να αποδειχτεί και πιο καθοριστικό. Το εάν ο Τραμπ θα καθαιρεθεί θα κριθεί στη Γερουσία και από το εάν η θα σπάσει ρεπουμπλικανική πλειοψηφία, κάτι που αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ακόμη πιθανό. Το εάν θα διαμορφωθεί ένας συνολικότερος συσχετισμός για να μην επανεκλεγεί ένας πρόεδρος που προκαλεί διαιρέσεις είναι άλλη υπόθεση. Ο ίδιος ο Τραμπ πάντως δείχνει να θέλει να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους.