Σε εμφανή αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στους ιδιωτικούς χώρους, τις κατοικίες και τις επιχειρήσεις τους, όπου κατά κανόνα τα πράγματα είναι τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου νοικοκυρεμένα, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, στη συντριπτική πλειονότητά τους, αντιμετωπίζουν αυτό που αποκαλούμε δημόσιο χώρο με περιφρόνηση ή και συχνά καταστροφική διάθεση.
Η αταξία, η ρυπαρότητα, η κακογουστιά, η έλλειψη αισθητικής βασιλεύουν απ’ άκρη σ’ άκρη, αποτελώντας πλέον —φευ— αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς μας, ένα αναγκαίο κακό για όσους και όσες διαβιούν στα αστικά κέντρα.
Σκουπίδια και πάσης φύσεως άχρηστα αντικείμενα αφημένα εδώ κι εκεί, αφρόντιστοι χώροι πρασίνου, ακαθαρσίες ζώων, ακατανόητα γκράφιτι και αμέτρητα διαφημιστικά πανό, σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου και λακκούβες-παγίδες στους δρόμους, κατεστραμμένα στέγαστρα σε στάσεις λεωφορείων, πινακίδες σημάνσεως φθαρμένες ή χρωματισμένες, αυτοκίνητα παρκαρισμένα κυριολεκτικώς οπουδήποτε: ένα σκηνικό χαοτικό, όπου κυριαρχεί η αίσθηση ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να ενεργεί κατά το δοκούν, καταπώς τον βολεύει και τον εξυπηρετεί.
Κι όλα αυτά, όταν ο ορθώς σχεδιασμένος, λειτουργικός και φροντισμένος δημόσιος χώρος, όπως καταδεικνύουν τα παραδείγματα του μετρό της Αθήνας —τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του— και της Νέας Παραλίας της Θεσσαλονίκης, έχει τη δύναμη να επιδρά ευεργετικά στην ψυχοσύνθεση και τη συμπεριφορά των πολιτών, να προάγει την αισθητική και να «εκπολιτίζει», να διαμορφώνει με τον τρόπο του πρότυπα υγιούς συμβίωσης.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί αντιμετωπίζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο ό,τι δεν αποτελεί με την τυπική έννοια του όρου ιδιοκτησία μας, γιατί δε σεβόμαστε το κοινό μας σπίτι, γιατί απαξιώνουμε τους χώρους που κληρονομήσαμε από τις παλαιότερες γενιές και καλούμαστε να κληροδοτήσουμε —ει δυνατόν βελτιωμένους και αναβαθμισμένους— στα παιδιά μας.
Τι είναι αυτό που ωθεί άραγε έναν πολίτη να ρυπαίνει, να κακομεταχειρίζεται ή και να καταπατά το δημόσιο χώρο, αδιαφορώντας παντελώς για τα αυτονόητα δικαιώματα των συμπολιτών του στο κοινό αυτό αγαθό, για τις δικές τους αντιλήψεις περί αισθητικής, αλλά και —ας μην το ξεχνάμε αυτό— για τα ποσά που καλούνται να καταβάλλουν όλοι και όλες διά της φορολογίας και των δημοτικών τελών, προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές που προκαλούνται συνεχώς;
Για ποιο λόγο έχει φθάσει στο σημείο να πιστεύει ένας επιβάτης λεωφορείου, για παράδειγμα, πως είναι αναφαίρετο δικαίωμά του να βάζει τα πόδια του πάνω στο αντικρινό κάθισμα, γεμίζοντας με κάθε είδους βρομιές τη θέση που προορίζεται για ένα συνεπιβάτη του, μολονότι κατά πάσαν πιθανότητα δεν πράττει το ίδιο στο δικό του σπίτι ή στο σπίτι ενός φίλου του;
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος ότι το δικό του ακαταλαβίστικο ως επί το πλείστον γκράφιτι, η δική του «υπογραφή», το δικό του «αποτύπωμα», απλώς ασχημαίνει, υποβαθμίζει και τραυματίζει από αισθητικής απόψεως το περιβάλλον στο οποίο αλληλεπιδρούμε, συνδιαλεγόμαστε και συνεργαζόμαστε;
Φοβάμαι ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται και πάλι εκεί όπου επικεντρώνεται κατά κανόνα ο προβληματισμός μας σε σχέση με τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας: στην έλλειψη παιδείας και στην κάκιστη σχέση μας με τη συντεταγμένη πολιτεία.
Στα ζητήματα αυτά, όμως, θα επανέλθω σε επόμενο άρθρο μου.