Η παράσταση «Λήθη. Τρεις νύχτες στην εκκλησία», με οδηγό τους πέντε θεατρικούς μονολόγους «Ηττα-Μνήμη-Μετάνοια-Τέχνη-Λήθη» του Δημήτρη Δημητριάδη, ανεβαίνει για τρεις μοναδικές βραδιές στην Αγγλικανική Εκκλησία “Άγιος Παύλος” στις 4 και 5 Οκτωβρίου, σε συν-σκηνοθεσία Βίκυς Αδάμου και Χρήστου Καπενή.
«Το σώμα είναι ο εκπρόσωπος του σώματος. Δεν υπάρχει άλλος Θεός.» Πόσες βιομηχανίες, άραγε, έχουν στηθεί πάνω στην άρνηση του ανθρώπου να αποδεχτεί το «τέλος»; Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, αν (υπο)δεχόμασταν τη θνητότητα; Πέντε περφόρμερ μεταφέρουν τις πέντε φωνές του έργου, περνώντας απ’ τη σωματικότητα στο κείμενο, απ’ την αισθαντικότητα στο γέλιο κι απ’ τη μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου στο τραγούδι. «Πέντε φορές αρχίζουν και πέντε φορές τελειώνουν, και κάθε φορά είναι η πρώτη, και κάθε φορά είναι η τελευταία. Αρχίζουν για να μιλήσουν και τελειώνουν για να μην ξαναμιλήσουν.»
Η Βίκυ Αδάμου και ο Χρήστος Καπενής, έχοντας «συναίσθηση της καλλιτεχνικής ασημαντότητάς» τους, παίζουν με την αυστηρότητα της γραφής και κρατώντας λευκή σημαία, επι(κοινωνούν) τη «Λήθη» του Δημήτρη Δημητριάδη, ένα κείμενο – καθημερινή προσευχή γι’ αυτούς που το γνωρίζουν, τη συστήνουν σ’ εκείνους που την αναζητούν κι ας μην το ξέρουν, και προσεγγίζουν τις βαθύτερες α-λήθειες της με τη σοβαρότερη χαρά. Γιατί «η μεγαλύτερη χαρά είναι να μη φοβάσαι».
Επί σκηνής παίζουν οι Αδάμου Βίκυ, Καπενής Χρήστος, Κλειώ Ροκανά, Joe Tornabene και η Χριστίνα Αντωνιάδου στο εκκλησιαστικό όργανο.
Η Βίκυ Αδάμου και ο Χρήστος Καπενής μιλούν στα «Νέα» για την παράσταση, τις καλλιτεχνικές προσευχές και τη δική τους λήθη.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Χρήστος: Είχαμε ξεκινήσει με την Βίκυ να δουλεύουμε πάνω σ’ ένα σόλο που θα σκηνοθετούσε εκείνη και θα έπαιζα εγώ, βασισμένο σε μία ιδέα της, το οποίο θα το παρουσιάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Σε μία πρόβα έπεσε στο τραπέζι ένα απόσπασμα από τη Λήθη του Δημήτρη Δημητριάδη και άλλαξε τα πάντα στη διαδικασία που δουλεύαμε. Αγαπήσαμε και συνδεθήκαμε τόσο πολύ με το κείμενο, που θέλαμε αυτή μας η σύνδεση να επικοινωνηθεί με τον κόσμο και να συνδεθεί και ο κόσμος με τη σειρά του, με την Λήθη όπως εμείς.
Σ’ έναν εκκλησιαστικό χώρο, εσείς μεταφέρεται το σώμα ως εκπρόσωπο του Θεού. Πώς το σχηματοποιείτε αυτό επί σκηνής;
Βίκυ: Η δόξα του σώματος μέσα στην εκκλησία είναι από μόνη της μια μεγάλη αντίθεση. Μείναμε στον δρόμο αυτό δουλεύοντας με ένα καστ διαφορετικών ηλικιών, παίζοντας με μικτές τεχνικές έκφρασης και μέσων ώστε να δημιουργήσουμε πολλά δίπολα. Φως-σκοτάδι, σοβαρό-ιλαρό, υλικό και άυλο.
Ποια προσευχή εσείς κάνετε από σκηνής;
Χρήστος:Νιώθω ευγνώμων για τη συνάντηση μου με τους ανθρώπους της Λήθης, με όλη την ομάδα και για τον τρόπο και τις συνθήκες που δουλέψαμε που δεν χρειάζεται να κάνω κάποια προσευχή παρά μόνο να τους κοιτώ στα μάτια και να τους δείχνω την αγάπη μου.
Η θνητότητα που περιφέρεται έντονα πάνω από την παράσταση, δεν την επισκιάζει τελικά;
Χρήστος:Μία παράσταση γεννιέται την ώρα που ξεκινάει και πεθαίνει την ώρα που τελειώνει ή την “πεθαίνει” ο θεατής όποτε θέλει εκείνος. Είναι όπως ο άνθρωπος, μόνο που ο άνθρωπος δεν έχει θεατή για να αποφασίσει τον θάνατό του. Η αποδοχή της θνητότητας του ανθρώπου φέρνει τη χαρά που θέλουμε να επικοινωνηθεί και στη δική μας παράσταση.
Η σωματικότητα πώς δένει με την αισθαντικότητα, το γέλιο, τη μουσική κι εν τέλει το εκκλησιαστικό όργανο;
Βίκυ: Θέλαμε να περάσουμε την αίσθηση που είχαμε εμείς μελετώντας το έργο χωρίς να νιώσει ο θεατής ότι του “κουνάμε το δάχτυλο”. Το έργο είναι γραμμένο ως εξαγγελτικός λόγος. Είναι εύκολο να ακουστεί ως διδαχή. Η κίνηση, η εικόνα και η μουσική ξέρουν να σε διδάσκουν με μια βαθιά ευγένεια πλησιάζοντας κατευθείαν τις αισθήσεις.
Συμφωνείτε πως η μεγαλύτερη χαρά είναι να μη φοβάσαι;
Βίκυ: Είμαι άνθρωπος φοβικός και εσωστρεφής. Η πρώτη μου αντιδραση, σχεδόν πάντα είναι φόβος. Όταν για κάποιο λόγο χαλαρώνω και εμπιστεύομαι, μπορώ να γίνω η χαρά της ζωής, το κορίτσι του πάρτι. Ναι, συμφωνώ απόλυτα.
Γιατί δηλώνετε πως νιώθετε καλλιτεχνική ασημαντότητα;
Bίκυ: Είναι μια φράση από το έργο. “Έχω συναίσθηση της καλλιτεχνικής ασημαντότητάς μου, αυτό όμως δεν με εμποδίζει να έχω σχηματίσει την υψηλότερη ιδέα για την τέχνη μου”. Ο Δημητριάδης δηλώνει πως -δεν του δόθηκε εκείνο που δίνεται σε πολύ λίγους-. Δεν θα συμφωνήσω μαζί του. Εχει γράψει ένα σύγχρονο πνευματικό κείμενο που πρέπει να παίζεται και να εξαγγέλεται στο προαύλιο των σχολείων σε αντικατάσταση της πρωινής προσευχής