Φαντάζεστε τους Ντράγκι, Μητσοτάκη, Τσίπρα, Σταϊκούρα, Τσακαλώτο να κάθονται και να συνομιλούν σε ένα τραπέζι για το πού βρίσκεται και πού πρέπει να βαδίσει η ελληνική οικονομία; Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά η σύνθεση των προσκεκλημένων δεν ήταν αυτή στο δείπνο που παρέθεσε, την Τρίτη το βράδυ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας προς τιμήν του Μάριο Ντράγκι, για τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών. Ο Τσακαλώτος ήταν εκεί, ο Τσίπρας έλειπε από τη συντροφιά των ανθρώπων αυτών που γνωρίζουν, από πρώτο χέρι, τι πέρασε, γιατί το πέρασε και τι πρέπει να γίνει από δω και τώρα, για να μην περάσει τις ίδιες περιπέτειες η χώρα μας.
Εχασε την ευκαιρία ο τέως πρωθυπουργός να εξηγήσει την πολιτική που εφάρμοζε πριν από λίγους μήνες και τη στάση που τηρεί τώρα ως αντιπολίτευση; Ή γλίτωσε από μια μεγάλη παγίδα, μπροστά σε συνομιλητές που γνωρίζουν, καλύτερα από τον ίδιο, τα δεδομένα και τις λύσεις στα προβλήματα της οικονομίας;
Ο μετριοπαθής Τσακαλώτος είναι αλήθεια ότι ζορίστηκε πολύ για να υπερασπιστεί δημόσια το απίστευτο σχέδιο της υποτιθέμενης μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων που «πλάσαρε» προεκλογικά ο Τσίπρας στους έλληνες ψηφοφόρους. Για αυτό (και για άλλα πολλά) θα περνούσε δύσκολες ώρες ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν παρευρισκόταν στο δείπνο προς τιμήν του Ντράγκι. Ασε που θα αναγκαζόταν να συμφωνήσει με τους συνομιλητές του για λάθη που έγιναν και για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει από δω και πέρα η χώρα, αν δεν είχε κάτι άλλο, αποτελεσματικότερο, να αντιπροτείνει.
Ο Τσίπρας τα απέφυγε όλα αυτά. Οπως άλλωστε και την αναγκαστική χειραψία με τον οικοδεσπότη Στουρνάρα, τον οποίο, «βολικά», ο ίδιος είχε αναγάγει σε κόκκινο πανί και υπ’ αριθμόν ένα εχθρό για την κυβέρνηση του και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα ερωτήματα για τον τέως Πρωθυπουργό τέθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εμμέσως ή αμέσως, στο τραπέζι. Οχι για τα πεπραγμένα του παρελθόντος, αλλά για το τώρα και το αύριο. Μερικά απ’ αυτά:
Πώς είναι δυνατόν μια χώρα που έχει βγει από τα Μνημόνια να απέχει τόσο πολύ από την κατάταξή της στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης με αποτέλεσμα να δανείζεται ακριβότερα από τους εταίρους της; Και επίσης, πώς μπορεί μια οικονομία να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όταν είναι αναγκασμένη να παράγει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, για να μη θυμηθούμε τα υπερπλεονάσματα άνω του 4% που εμφανίζονταν επί Τσίπρα;
Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο δείπνο προκύπτει συμφωνία όλων στο εξής: Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει γρήγορα σε μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας στη διεθνή κατάταξη. Ετσι θα μειωθεί το κόστος δανεισμού της χώρας και οι τράπεζες θα μπορούν να δώσουν φθηνό χρήμα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτόν θα πειστούν και οι δανειστές να μειώσουν τα πλεονάσματα για να πέσουν οι φόροι και να ανασάνει η οικονομία. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει.