Στην Ελλάδα κάποιες ώρες ξεχνάμε ακόμη και τα στοιχειώδη.
Και ένα από αυτά είναι ότι έχουμε κράτος, πληρώνουμε φόρους, εκλέγουμε κυβερνήσεις, για να ξέρουμε ότι δεν θα πεθάνουμε αβοήθητοι.
Λέμε πολλά και βαρύγδουπα για το κράτος, αλλά ξεχνάμε το βασικό: ότι πρέπει να εγγυάται την προστασία της ζωής των πολιτών.
Την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας.
Την ύπαρξη νοσοκομείων που εφημερεύουν.
Αν δεν μπορεί το κράτος να εγγυηθεί ότι ένας κάτοικος αυτής της χώρας, εάν του τύχει ένα πρόβλημα υγείας, θα έχει άμεση πρόσβαση στην καλύτερη δυνατή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τότε καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί και να βάλουμε ένα μεγαλοπρεπές «Πωλείται» απ’ έξω.
Και όμως αυτή τη στιγμή μια γυναίκα πέθανε, ενώ πιθανώς μπορούσε να σωθεί, επειδή ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο (δηλαδή ένα νοσοκομείο που επειδή εκπαιδεύει αυριανούς γιατρούς διαθέτει όλα τα τμήματα) δεν είχε καρδιοχειρουργική κλινική που να μπορεί να εφημερεύσει και να παραλάβει έκτακτα περιστατικά.
Δεν θέλω να σταθώ στο ποιος ακριβώς ευθύνεται, ή εάν είναι μεγαλύτερη η ευθύνη της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Υγείας ή της σημερινής.
Προφανώς φταίνε και οι δύο, όμως η ορθή κατανομή ευθυνών δεν επανέφερε κανένα στη ζωή.
Το ερώτημα είναι εάν καταλαβαίνουμε ότι η κάλυψη τέτοιων αναγκών είναι η αναγκαία αφετηρία και ότι δεν έχει νόημα κανένα σχέδιο για τη χώρα, εάν δεν μπορεί το κράτος να εγγυηθεί ότι οι πολίτες δεν θα πεθαίνουν αβοήθητοι.
Γιατί το εάν η ζωή των ανθρώπων θα κρίνεται από το εάν θα είναι τυχεροί να πάθουν κάτι κοντά σε νοσοκομείο που στην εφημερία του περιλαμβάνονται οι γιατροί που μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, είναι πολύ πιο σημαντικό ζήτημα και από την «έξοδο στις αγορές» και από τις… μπουλντόζες στο Ελληνικό και από την «προσέλκυση επενδύσεων».
Η κυβέρνηση, αλλά και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να καταλάβουν ότι η άσκηση της διακυβέρνησης σημαίνει ανάληψη ευθύνης έναντι των πολιτών.
Έναντι της ζωής, της αρτιμέλειας και της υγείας τους.
Εάν δεν σέβονται αυτή την ευθύνη, αργά ή γρήγορα θα δουν την κοινωνία να ξεσηκώνεται.