Η τουρκική εισβολή στη βορειοανατολική Συρία, πράξη παράνομη όπως και όλες οι προηγούμενες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, έρχεται να θυμίσει ταυτόχρονα όλη τη διαπίστωση των ορίων και των αντιφάσεων των παρεμβάσεων της «διεθνούς κοινότητας» που τελικά μάλλον έκαναν τα πράγματα χειρότερα, συνδυάζοντας συχνά τον κυνισμό με την αδυναμία βοήθειας προς κάποια πραγματική λύση του προβλήματος.
Αυτό αποδεικνύεται και σήμερα, καθώς –από διαφορετικές αφετηρίες– το σύνολο της διεθνούς κοινότητας ανέχεται την τουρκική εισβολή, έχοντας μάλιστα στο παρελθόν αναγνωρίσει το δικαίωμα στην Τουρκία να επεκτείνει κατά το δοκούν τις επιχειρήσεις υποτιθέμενης προστασίας της ασφάλειας της εντός του συριακού εδάφους.
Είτε μιλάμε για τις ΗΠΑ που έστω και με παλινωδίες έδωσαν το «πράσινο φως», πιο σωστά δήλωσαν ότι δεν θα εμποδίσουν την τουρκική επίθεση, μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση που απλώς καταδίκασε αλλά και άλλες χώρες της περιοχής, ο τόνος ήταν κοινός: «δεν είναι κάτι καλό οι παράνομες εισβολές, αλλά δεν έχουμε και κάτι άλλο να πούμε ούτε πρόκειται να εμποδίσουμε την Τουρκία».
Ο συριακός εμφύλιος πόλεμος και οι ξένες επεμβάσεις
Αφετηρία της κρίσης στη Συρία ήταν ένα κύμα λαϊκής διαμαρτυρίας που είχε απήχηση σε σημαντικό μέρος της χώρας, τμήμα του φαινομένου που το 2011 συνηθίσαμε να λέμε «Αραβική Άνοιξη». Σύντομα, όμως, η κύρια μορφή εμφάνισής του ήταν η ένοπλη δράση κυρίως ισλαμιστικών οργανώσεων, με ανάμειξη και υποστήριξη ξένων δυνάμεων.
Ο λόγος ήταν ότι διάφορες πλευρές και για διάφορους λόγους ήθελαν μια «αλλαγή καθεστώτος» στη Συρία. Είναι μια μεγάλη χώρα, με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, επιρροή σε γειτονικές χώρες όπως ο Λίβανος και μια παραδοσιακή συμμαχία με τη Ρωσία, που κρατούσε από την εποχή της ΕΣΣΔ, παρά τα ανοίγματα προς τη Δύση.
Οι ΗΠΑ αλλά και χώρες της Δυτικής Ευρώπης θεώρησαν ότι μια «αλλαγή κυβέρνησης» θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο φιλοδυτική κατεύθυνση που θα στερούσε τη Ρωσία από μια σύμμαχο. Η Τουρκία, που στήριξε πολλαπλά και εξόπλισε ένα μέρος της ισλαμιστικής αντιπολίτευσης, θεώρησε ότι θα μπορούσε τρόπον τινά να εντάξει τη Συρία στο «στρατηγικό βάθος» της δικής επιρροής.
Το Κατάρ θεώρησε ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας άξονας της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» και αυτή η εκδοχή πολιτικού Ισλάμ να ηγεμονεύσει, έχοντας και αμερικανική στήριξη αρχικά. Άλλες χώρες του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία ήλπιζαν επιτέλους να ξεμπερδέψουν με ό,τι απέμεινε από τον αραβικό εθνικισμό που διαχρονικά εξέφρασε το Μπάαθ. Το Ισραήλ ούτως ή άλλως δεν είχε πρόβλημα να δει μια πιο αποδυναμωμένη Συρία.
Αυτό διαμόρφωσε σε πρώτη φάση μια κατάσταση που διάφορες πλευρές –όχι πάντα με την ίδια ατζέντα – επέλεξαν να στηρίξουν την ένοπλη ισλαμιστική αντιπολίτευση στη Συρία. Μόνο που αυτή ούτε να σχηματίσει ενιαία κατεύθυνση μπόρεσε, με τις εσωτερικές έριδες να αντανακλούν συχνά και διαφορετικές επιδιώξεις των χρηματοδοτών, ούτε να ανατρέψει την κυβέρνηση Άσαντ.
Αντίθετα, αυτό που κατάφερε ήταν κάποια στιγμή μία από τις οργανώσεις, το Ισλαμικό Κράτος, που είχε ισχυρή γείωση και στο Ιράκ, να δοκιμάσει να γίνει «Χαλιφάτο» δηλαδή να αποκτήσει εδαφική γείωση και αυτόνομο ρόλο. Και τότε «το τζίνι βγήκε από το μπουκάλι» και η Δύση βρέθηκε αντιμέτωπη με μία τρομοκρατική οργάνωση που εκτός όλων των άλλων έκανε και τη μεγαλύτερη καμπάνια στρατολόγησης ξένων μαχητών εδώ και δεκαετίες.
Αυτό διαμόρφωσε μια συνθήκη όπου ταυτόχρονα η Δύση προσπαθούσε να πολεμήσει το Ισλαμικό Κράτος, αλλά και να επιμένει στα σχέδια ανατροπής της κυβέρνησης της Δαμασκού, τροφοδοτώντας τελικά την ένταση της σύγκρουσης.
Από τη μεριά της η Τουρκία προσπαθούσε επίσης ταυτόχρονα να στηρίξει τις οργανώσεις της αντιπολίτευσης που θεωρούσε φιλικές αλλά και να χειριστεί το γεγονός ότι έβλεπε κρούσματα τρομοκρατικών πληγμάτων και στο εσωτερικό της και κυρίως να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τους Κούρδους, που μέσα στη συνθήκη του εμφυλίου πολέμου έβγαλαν στο προσκήνιο το αίτημα της ανεξαρτησίας, διαμορφώνοντας το δικό τους πείραμα αυτοκυβέρνησης στη Ροτζάβα.
Οι ΗΠΑ ταλαντεύτηκαν σε διάφορες περιπτώσεις για την κλιμάκωση της επέμβασής τους. Όμως, εξαρχής δεν ήθελαν να εμπλοκούν σε χερσαία επέμβαση (πολύ νωπή άλλωστε η τραγική αποτυχία της πολιτικής στο Ιράκ), ενώ διαπίστωναν τα όρια των «χειρουργικών χτυπημάτων». Επιπλέον, δεν μπορούσαν να βρουν αξιόπιστη δυνάμει εναλλακτική πολιτική λύση. Έτσι επένδυσαν κυρίως στη συμμαχία με τους Κούρδους που αποδείχτηκαν αποτελεσματικοί στην πάλη για τον περιορισμό του Ισλαμικού Κράτους.
Η ρωσική παρέμβαση
Σε αυτό το φόντο η Ρωσία αποφάσισε να κλιμακώσει την εμπλοκή της, θεωρώντας ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης. Μαζί με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ ήταν οι βασικές δυνάμεις που στήριξαν την κυβέρνηση της Δαμασκού.
Η ιδιαιτερότητα της ρωσικής παρέμβασης, σε αντίθεση με την αμερικανική, ήταν ότι δεν περιορίστηκε μόνο σε στρατιωτική δράση στην προσπάθεια θύλακα το θύλακα να ηττηθεί η αντιπολίτευση (σε μια διαδικασία που όπως συνέβη και με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς θέσεων του Ισλαμικού Κράτους συχνά δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ένοπλους και αμάχους), αλλά εξαρχής προσπάθησε να δει και μια πολιτική λύση.
Προσπάθησε, δηλαδή, να διαμορφώσει όρους για μια «επόμενη μέρα» με βασικές παραμέτρους την ήττα των τζιχαντιστών, την πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και μια πολιτική διαδικασία με συμμετοχή όλων των πλευρών.
Επιπλέον, η Ρωσία έδειξε να είναι η μόνη δύναμη που προσπάθησε να δώσει εγγυήσεις προς διάφορες πλευρές, είτε αυτό αφορά την Τουρκία και την ανησυχία για το Κουρδικό, είτε ακόμη και τις ανησυχίες του Ισραήλ σε σχέση με την ενίσχυση του Ιράν στην περιοχή.
Η ίδια η Τουρκία όταν διαπίστωσε τα όρια της πολιτικής της και όταν είδε τις ΗΠΑ να στηρίζουν ανοιχτά τους Κούρδους στη Συρία, μετατοπίστηκε σε μια τακτική σύμπλευση με η Ρωσία.
Θα είναι αυτή η δυναμική που θα οδηγήσει στη «διαδικασία της Αστάνα», δηλαδή την τριμερή συνεργασία Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας αλλά και τελικά στην πρόταση του ΟΗΕ για τη σύγκλιση της Συνταγματικής Επιτροπής με συμμετοχή της συριακής κυβέρνησης, της συριακής αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών, με την πρώτη συνάντηση να είναι προγραμματισμένη για τις 30/10.
Σημειώνουμε εδώ ότι ιδίως η ρωσική πλευρά έκανε σε διάφορες πλευρές σαφές προς τους Κούρδους ότι σε μια πολιτική λύση μπορούν να έχουν αναβαθμισμένα δικαιώματα και ακόμη και στοιχεία ομοσπονδιακής δομής, όχι όμως οιονεί κρατική οντότητα. Ωστόσο, η κουρδική ηγεσία προτίμησε την αμερικανική στήριξη θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να κατοχυρώσει βήματα προς την ανεξαρτησία.
Η τουρκική εισβολή και η δυτική αμηχανία
Η Τουρκία επεδίωκε από καιρό να κάνει μια μεγάλης κλίμακας εισβολή, θεωρώντας ότι αυτό θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο από το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Γνώριζε, άλλωστε, ότι παρότι διάφοροι στις ΗΠΑ επιθυμούσαν να διατηρηθεί η αμερικανική στρατιωτική παρουσία, ως ικανότητα επηρεασμού της μεταπολεμικής κατάστασης, οι ΗΠΑ ήθελαν να απεμπλακούν από τη Συρία, ιδίως από τη στιγμή που είχαν χάσει τη δυνατότητα «αλλαγής καθεστώτος».
Ακόμη και τα κέντρα που επιμένουν στην παραμονή το κάνουν περισσότερο με λογική να μην μείνουν οι ΗΠΑ απέξω, να μην επικυρωθεί η ρωσική πρωτοκαθεδρία στη Συρία και συντηρηθεί η ένταση παρά με όρους διαμόρφωσης μιας «αμερικανικής λύσης». Το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο και για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό σήμαινε δύο πράγματα, Πρώτον, ότι η στήριξη στους Κούρδους, που ποτέ άλλωστε δεν ήρθε από κάποια αναγνώριση του εθνικού τους αιτήματος αλλά από τη χρησιμότητά τους στην πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους, εξαρχής είχε όρια και ημερομηνία λήξης. Δεύτερον, ότι η Τουρκία δεν είναι βέβαιο ότι θα συναντούσε μεγάλα εμπόδια σε τυχόν απόφαση για εισβολή. Όπερ και έγινε.
Ούτως ή άλλως, η Τουρκία γνώριζε ότι παρά την ύπαρξη αντιφατικών τοποθετήσεων στην Ουάσινγκτον σε σχέση με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις (με τους περισσότερος οπαδούς της ρήξης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία να είναι οπαδοί μιας στρατηγικής πόλωσης και «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης»), εν τέλει οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να χάσουν μια σημαντική σύμμαχο και άρα τελικά θα ανέχονταν την εισβολή.
Επιπλέον, απέναντι στην Ευρώπη η Τουρκία χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη τη απειλή των προσφυγικών ορών εάν δεν έμπαιναν προσκόμματα στη στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία.
Η επόμενη μέρα και τα ανοιχτά ερωτήματα
Η Τουρκία γνωρίζει ότι η εισβολή και η στρατιωτική της δράση δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Όχι μόνο γιατί αυτό ενέχει τον κίνδυνο ενός «μικρού Βιετνάμ» αλλά και γιατί παράλληλα δρομολογούνται πολιτικές εξελίξεις. Θα προσπαθήσει να πετύχει όσο το δυνατόν περισσότερα, κάτι που ήδη αποτυπώνεται σε μια πολύ βίαιη επέμβαση με σημαντικό αριθμό θυμάτων, αλλά και να μπορεί να έχει λόγο για την πολιτική λύση.
Οι ΗΠΑ ακόμη και εάν γίνουν ακόμη πιο επικριτικές, δύσκολα θα κάνουν κάτι παραπάνω και προφανώς δεν θα ήθελαν να εμπλακούν στην πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Τουρκία και τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Αντίστοιχα, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε άλλες δυνάμεις της περιοχής θα μπορούν να κάνουν κάτι άμεσο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι και η Τουρκία θέλει μια παρατεταμένη εμπλοκή, απλώς θέλει να εξασφαλίσει τους καλύτερους όρους και να προλάβει να χτυπήσει τις κουρδικές δυνάμεις όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να εξασφαλίσει ότι θα αποδυναμωθούν. Όμως, ούτε αυτό φαντάζει τόσο εύκολο.
Από τη μεριά της η Ρωσία δείχνει σε πρώτη φάση να επιμένει στην πολιτική λύση και αυτό εξηγεί ότι δεν έχει επιλέξει υψηλούς τόνους. Στην Τουρκία έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να έχει μόνιμη στρατιωτική παρουσία ούτε να αλλοιώσει πληθυσμιακά των περιοχή αλλά και ότι θα πρέπει η Άγκυρα κάποια στιγμή να αποσύρει τις δυνάμεις της και να αναλάβει η συριακή κυβέρνηση.
Στους Κούρδους έχει κάνει σαφές ότι η εγγύηση της ασφάλειάς τους περνάει μέσα από την αποδοχή του πολιτικού πλαισίου μιας ενιαίας Συρίας με κυβέρνηση στη Δαμασκό. Και προς τις δυτικές δυνάμεις έχει κάνει σαφές ότι χρειάζεται στήριξη η πολιτική διαδικασία.
Όμως, εν μέσω κλιμακούμενων εντάσεων στο διεθνές σύστημα και συνθήκες ενός αναδυόμενου «νέου Ψυχρού Πολέμου», που συνδυάζονται στοιχεία έντονης πολιτικής κρίσης στις ΗΠΑ και απουσίας μιας συνεκτικής «δυτικής στρατηγικής» δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να ξεδιπλωθεί αυτή η διαδικασία, ιδίως από η στιγμή που κανείς δεν ξέρει ακόμη την ίδια τη δυναμική της τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής. Το δράμα της Συρίας μάλλον αργεί να τελειώσει.