Τρόπους να περιορίσουν τον πληθυσμό των λεοντόψαρων αναζητούν οι Κρητικοί, καθώς το δηλητηριώδες και άκρως απειλητικό ψάρι φαίνεται πως πολλαπλασιάζεται με ταχύτατους ρυθμούς, και κάνει πλέον αισθητή την παρουσία του στα παράλια της Σητείας και της Ιεράπετρας, ενώ συναντάται πλέον και στον κόλπο του Μιραμπέλλου.
Ένας ακόμη απρόσκλητος επισκέπτης στις θάλασσες της Κρήτης, το λεοντόψαρο, όπως διαβάζουμε στη nea.kriti.gr απειλεί με αφανισμό τα ντόπια αλιεύματα, έχοντας ήδη θέσει σε κίνδυνο τις γνωστές πίνες οι οποίες έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται από τις ελληνικές θάλασσες καθώς αποτελούν το κύριο πιάτο για το νέο αυτό επεκτατικό είδος που έχει μεταναστεύσει στη Μεσόγειο.
Σε αντίθεση ωστόσο με το λαγοκέφαλο, παρά την εμφάνιση που ξαφνιάζει το λεοντόψαρο όταν αλιευθεί είναι πλέον ακίνδυνο, ενώ όταν απαλλαγεί από τα αγκάθια, μετατρέπεται σε έναν εξαιρετικά νόστιμο μεζέ. Ηδη γνωστοί σεφ προτείνουν πιάτα με κύριο συστατικό αυτό το ιδιαίτερα εύγευστο ψάρι.
Ετσι η Προϊσταμένη του Τμήματος Αλιείας της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου κ. Ελένη Ψόχιου, σε πρόσφατη συνάντησή της με τους εκπροσώπους των συλλόγων αλιέων Αγίου Νικολάου ζήτησε τη σύμπραξη ερασιτεχνών και επαγγελματιών του κλάδου για την ανάσχεση της επέλασης του λεοντόψαρο, καθώς ήδη αρχίζει να εξαφανίζεται ο πληθυσμός των πινών από τον κόλπο της Ελούντας.
Στο πλαίσιο αυτό η αρμόδια διεύθυνση προγραμματίζει δράσεις για την ενημέρωση των καταναλωτών, ώστε να καταρριφθεί ο μύθος ότι τα λεοντόψαρα είναι τοξικά. Ανάμεσα σε άλλα προγραμματίζεται η έκδοση φυλλαδίου που θα περιέχει ακόμη και συνταγές μαγειρικής έτσι ώστε να αυξηθούν η αλίευση και η κατανάλωσή του.
Ως γνωστόν το δηλητήριο του λεοντόψαρου είναι μόνο στις άκρες, στα εξωτερικά αγκάθια του, και αδρανοποιείται μετά από κάποια ώρα. Εννοείται πως απαιτείται προσοχή στο πως το πιάνουμε όταν είναι ακόμη ζωντανό ή και όταν ξεψαρίζουμε, καθώς έχει δηλητήριο, το οποίο είναι επώδυνο, αλλά όχι θανατηφόρο.
Το λεοντόψαρο, που κανονικά συναντάται στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, έχει εισβάλει ως είδος από τις αρχές του 1990 και στον Ατλαντικό και πιο πρόσφατα στη Μεσόγειο και τις ελληνικές θάλασσες.
Η εξάπλωσή του δεν αποτελεί πρόβλημα τόσο για τον άνθρωπο, αλλά για το οικοσύστημα, καθώς τα ντόπια είδη ψαριών δεν αναγνωρίζουν αυτόν τον πολύ αποτελεσματικό θηρευτή και εύκολα γίνονται λεία του.