Μαζί, το κορυφαίο έργο του θεωρητικού της στρατηγικής, Σουν Τσου: «Η τέχνη του πολέμου»
Το πιο σημαντικό ανάγνωσμα της παγκόσμιας στρατιωτικής λογοτεχνίας που παραμένει επίκαιρο 2.500 χρόνια μετά
Καμία περιοχή της Ελλάδας δεν είχε προκαλεί εκείνη την εποχή στις συνειδήσεις τόσο αρνητικούς συνειρμούς όσο η Τρούμπα. Για τουλάχιστον δύο δεκαετίες αποτέλεσε λίκνο ανομίας και εκμετάλλευσης άπορων γυναικών, που συχνά – πυκνά κατέληγαν με μια χαρακιά στο μάγουλο με θύτες τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Από τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν στην περιοχή κακόφημα μπαρ, οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Ωστόσο, η εικόνα της Τρούμπας που υπάρχει σήμερα στο ελληνικό λαϊκό φαντασιακό αφορά κυρίως την περίοδο από την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 μέχρι την επιβολή της χούντας το 1967, καθώς προπολεμικά αρκετοί οίκοι ανοχής βρίσκονταν και σε άλλα σημεία του Πειραιά, κυρίως στα Βούρλα της Δραπετσώνας.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα πορνεία πολλαπλασιάστηκαν, καθώς το περιβάλλον προσφερόταν λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών. Η περιοχή γέμισε με «Κόκκινα Φανάρια», τα οποία καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο, που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διός και είχε ως επίκεντρο τους πολύβοους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα σπίτια είχαν περίπου 550 δηλωμένες γυναίκες κάθε ηλικίας. Εκτός από τα περίπου 60 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.
Οι περισσότερες εργαζόμενες ήταν κορίτσια από την επαρχία που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα αρχικά για να δουλέψουν σαν καμαριέρες και πλύστρες σε μεγάλες οικογένειες, ή γυναίκες που έμπλεκαν με… αγαπητικούς, οι οποίοι τους έταζαν έρωτες, πάθη και μια καλύτερη ζωή, μόνο και μόνο για να τις στείλουν στα σπίτια της Τρούμπας.
Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, οι κοπέλες υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι, αλλά και να υποβάλλονται δύο φορές την εβδομάδα σε ιατρικές εξετάσεις. Η μέση ταρίφα ήταν τότε 27 δραχμές, ποσό που διπλασιαζόταν όταν «έδενε» στο λιμάνι ο 6ος στόλος. Οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.
Δεδομένου ότι εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, πολλές από τις πόρτες ενημέρωναν ότι «εδώ μένουν οικογένειες», προκειμένου να μην δέχονται «περίεργες» επισκέψεις.
Όλα αυτά έως και τις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, ημερομηνία που γράφτηκε ο επίλογος της Τρούμπας, όπως τη μάθαμε από τις διηγήσεις. Το χουντικό καθεστώς απαγόρευσε τη συνέχιση λειτουργίας όλων των οίκων ανοχής και νυχτερινών κέντρων θέλοντας να δείξει την αφοσίωσή του στα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», αλλά βασικά λόγω της άμεσης γειτνίασης τους με τα καινούρια γραφεία ναυτιλιακών εταιρειών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Η προθεσμία τριών ημερών που έδωσε ο χουντικός δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης εξέπνεε στις 12 το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου. Η περιοχή άδειασε εν μια νυκτί, οι παστρικές αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές και τα αποβράσματα να αλλάξουν στέκια, σέρνοντας μαζί τα πόδια τους τρόμο στα νέα λημέρια τους, μόνο και μόνο με τη φήμη ότι «έρχονται από την Τρούμπα».
Η Τρούμπα ενέπνευσε ως γνωστόν τη «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, κυρίως όμως τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, όπου απεικονίζεται η σκληρή μοίρα των γυναικών που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εκδίδονται για ένα κομμάτι ψωμί. Στη λαογραφία πέρασε μέσα από τα χρονογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου και τους στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων σπουδαίων ρεμπετών, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Νίκος Πουνέντης και ο Στέλιος Κερομύτης.
Η σκληρή καθημερινότητά της και οι ιστορίες των Κόκκινων Φαναριών έγιναν αμανές και ρεμπέτικος ήχος, όπως κάθε τι που αποκτούσε θρυλικές διαστάσεις, κινούμενο στα όρια της παρανομίας.