Το εμβληματικό έργο του Ιρλανδού Νομπελίστα Σάμιουελ Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό” σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου, μετά από δυο επιτυχημένους κύκλους παραστάσεων στην Αθήνα και αφού φιλοξενήθηκε απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, επιστρέφει στο θέατρο Χώρος, για εννέα τελευταίες παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως τις 29 Οκτωβρίου.
Πρωταγωνιστούν οι Γιάννης Κατσιμίχας, Δήμητρα Κούζα, Βασίλης Κουλακιώτης, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Φωτεινή Μποστανίτη.
Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν ονειρεύονται περιμένοντας κάποιον κύριο Γκοντό. Λίγο παραπέρα, κι άλλοι Βλαδίμηροι και Εστραγκόν, παραλλαγές του εαυτού τους. Όλοι κινούνται μέσα σ’ ένα τετράγωνο προκαλώντας την αίσθηση ότι στη θέση τους θα μπορούσαν να είναι κάποιοι άλλοι, οποιοιδήποτε άλλοι, όλοι όσοι έγιναν κατά καιρούς στη ζωή τους, όλοι όσοι θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ. Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του εαυτού τους. Το δέντρο, όμως, το σημείο συνάντησης του πιο διάσημου θεατρικού ραντεβού, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του δέντρου έχει μείνει μόνο μια δεσμίδα φωτός. Μα πότε θα έρθει, επιτέλους, ο Γκοντό να τους σώσει;
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Θεάτρου του Παραλόγου, μια «τραγικωμωδία σε δυο πράξεις», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπέκετ, το Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot, 1948), αποτελεί ένα αριστούργημα της σύγχρονης δραματουργίας. Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες που το συνέδεσαν με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και του Γιουνγκ, τον Ψυχρό Πόλεμο, τον Υπαρξισμό, ακόμη και με τον Χριστιανισμό, το έργο παραμένει μια διαχρονική παραβολή για την τάση του ανθρώπου να περιμένει πάντοτε την έξωθεν σωτηρία. Όπως, άλλωστε, υποστήριζε κι ο ίδιος ο Μπέκετ, το νόημα του έργου βρίσκεται στο Περιμένοντας και όχι στον ίδιο τον Γκοντό, την ταυτότητα του οποίου δε γνώριζε ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Σ’ αυτόν τον μη τόπο και μη χρόνο, ο Μπέκετ έρχεται να φωτίσει ακόμη μια φορά τα αδιέξοδα της πιο κωμικής, ποιητικής και θλιβερής ύπαρξης. Της δικής μας.
Ο Έκτορας Λιάτσος μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Γκοντό και την αναμονή.
- Πώς χειρίζεστε το ρόλο σας;
Ο συγκεκριμένος ρόλος μού έχει βγάλει μια πλευρά που, δυστυχώς, σπάνια συναντώ και είναι αυτή της παιδικότητας. Μια σκληρή αθωότητα. Πριν από κάθε παράσταση και αφού έχω ζεστάνει το σώμα, προσπαθώ ν’ αδειάσω απ’ όλα όσα κουβαλάω απ’ την καθημερινότητά μου και να γεμίσω απ’ αυτό που θα συμβεί στη σκηνή.
- Το “Περιμένοντας τον Γκοντό” είναι ένα κλασικό μεγάλο έργο. Τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε στην αναμέτρησή σας με το κείμενο του Μπέκετ;
Το να αντιμετωπίσω την αναμονή ως μια μόνιμη κατάσταση ήταν για μένα το πιο δύσκολο. Μετά κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσω τίποτα, μόνο να αποδεχθώ. Το έργο αυτό είναι βαθιά υπαρξιακό και έκανα το λάθος, αρχικά, να προσπαθήσω να το κατανοήσω, ενώ έπρεπε απλά να αφεθώ.
- Για σας, ποιος τελικά είναι ο Γκοντό;
Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Είναι αυτό που θα με σώσει κάθε φορά που πνίγομαι. Απλά, δεν έρχεται.
- Αυτή η ατέρμονη αναμονή του Γκοντό, ποιες συμβολικές διαστάσεις μπορεί να λάβει κατά τη γνώμη σας;
Κοιτάξτε, όλοι περιμένουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας να σωθούμε από κάτι. Ο καθένας βρίσκεται στον δικό του λαβύρινθο. Και ψάχνουμε διαφυγές όπως μέσω της πίστης στον θεό, μέσω της δουλειάς μας, μέσω των ναρκωτικών ή μέσω μιας σχέσης. Όλα αυτά δεν τα αναφέρω με αρνητικό πρόσημο, ίσα ίσα έχω διαφύγει κι εγώ στα περισσότερα από αυτά. Απλά πιστεύω, όσο ματαιόδοξο κι αν ακούγεται, ότι κανείς δε σώζεται. Ξεχνιέται για λίγο και μετά θα αναζητήσει πάλι μια νέα σωτηρία από
έναν καινούργιο λαβύρινθο. Μπορεί και να κάνω λάθος.
- Το τετράγωνο που κινούνται οι ήρωες, μπορεί τελικά να σπάσει για να απελευθερωθούν;
Όχι, το τετράγωνο δεν μπορεί να σπάσει. Είναι καταδικασμένοι να είναι εκεί και να περιμένουν. Όπως το ορίζει και ο Μπέκετ, άλλωστε.
- Στο σκοτάδι της διαρκούς αναμονής, εσείς ποια δέσμη φωτός βλέπετε στην καθημερινότητά σας;
Στην καθημερινότητά μου δεν βλέπω κάποια δέσμη φωτός, τουλάχιστον στη φάση που βρίσκομαι. Ούτε όμως νιώθω σκοτεινή αυτήν τη διαρκή αναμονή. Είμαι κάπως συμφιλιωμένος μαζί της. Παρ’όλα αυτά, κάθε φορά που καταφέρνω να δοθώ ολοκληρωτικά σε κάτι, υπάρχει φως. Φυσικά, αυτό δεν συμβαίνει καθημερινά.
- Τα αδιέξοδα της δική μας ύπαρξης, πώς φωτίζονται από τον Μπέκετ;
Στο συγκεκριμένο έργο, μέσω της αναμονής. Φέρνει κοντά της ασημαντότητα της ύπαρξης και την σημαντικότητα της ανυπαρξίας. Είναι κάπως ανακουφιστικο αυτό, δεν είναι;