Η ελληνική οικονομία επιδιώκει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης εν μέσω ενός διεθνούς περιβάλλοντος το οποίο επιδεινώνεται. Τα δύο προηγούμενα χρόνια η ελληνική ανάκαμψη ήταν πολύ ήπια, παρότι η οικονομία έχει χάσει σωρευτικά άνω του ¼ του προϊόντος της κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Οι εγχώριες εξελίξεις έχουν τροφοδοτήσει την ελπίδα ότι η ανάπτυξη μπορεί να επιταχυνθεί, μεταξύ άλλων λόγω της προοπτικής πολιτικής σταθερότητας μετά τις εκλογές, τη μεγαλύτερη ορατότητα στην οικονομική πολιτική και την εκπεφρασμένη διάθεση της νέας κυβέρνησης να εισαγάγει φιλοαναπτυξιακές αλλαγές στο μείγμα πολιτικής.
Η Ελλάδα είχε μια σημαντική ευκαιρία τα προηγούμενα χρόνια, όταν το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό, με τις μεγάλες οικονομίες να αναπτύσσονται και τη νομισματική πολιτική να έχει επεκτατική κατεύθυνση.
Τώρα όμως, που η Ελλάδα αναπροσανατολίζεται προς την επιδίωξη της ανάπτυξης, το διεθνές περιβάλλον δεν είναι πλέον το ίδιο. Οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας φέτος και το 2020. Ο κύριος λόγος γι αυτό είναι οι εμπορικοί πόλεμοι, που επιδεινώνουν τις προοπτικές του διεθνούς εμπορίου. Υπάρχουν όμως και ζητήματα περιφερειακής εμβέλειας όπως το Brexit -έστω και με συμφωνία-, οι δημοσιονομικές εντάσεις στην Ευρωζώνη, οι περιφερειακές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και η μεταβλητότητα στις τιμές του πετρελαίου. Δυστυχώς, τη μεγαλύτερη αδυναμία παρουσιάζει η οικονομία της Ευρωζώνης, όχι μόνο εξαιτίας των δικών της διαρθρωτικών ζητημάτων, αλλά και διότι είναι πιο εξωστρεφής και άρα επηρεάζεται περισσότερο από την επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου.
Με τα σημερινά δεδομένα, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη δύσκολα θα ξεφύγει από την περιοχή του 1% στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, ενώ βραχυπρόθεσμα οι πτωτικοί κίνδυνοι υπερτερούν των ανοδικών προοπτικών. Αυτή η εικόνα στασιμότητας και επιδείνωσης των πληθωριστικών προσδοκιών έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις προς τις κυβερνήσεις που έχουν δημοσιονομικό χώρο να εφαρμόσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, καθότι η νομισματική πολιτική έχει φτάσει στα όρια του τι μπορεί να συνεισφέρει.
Μπορεί να διαφοροποιηθεί;
Πόσο εφικτό είναι η Ελλάδα να διαφοροποιηθεί από αυτή την εικόνα διεθνούς επιβράδυνσης και να καταγράψει αισθητά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από αυτούς του πρόσφατου παρελθόντος; Η ελληνική κυβέρνηση πρόσφατα αναβάθμισε την πρόβλεψη της για την ανάπτυξη του 2020 στο 2,8% επικαλούμενη την θετική επίπτωση των μεταρρυθμίσεων και των μειώσεων φόρων στην ανάπτυξη. Αντιθέτως, το ΔΝΤ, εμμένει στο 2,2% για το 2020 και μειώνει τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του. Η μέση (consensus) εκτίμηση των αγορών είναι ακόμη χαμηλότερη, στο 1,8% επί του παρόντος, αν και πρόσφατα αναθεωρήθηκε ανοδικά.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει ένα ιστορικό σχετικής απόκλισης από τον οικονομικό κύκλο της υπόλοιπης ευρωζώνης κι επίσης είναι σχετικά πιο κλειστή, γεγονός που μετριάζει κάπως την επίπτωση της διεθνούς επιβράδυνσης. Η κρίσιμη λέξη όμως είναι το «σχετική»: η απόκλιση των πρόδρομων δεικτών του οικονομικού κλίματος και των πραγματικών οικονομικών δεδομένων από τα διεθνώς ισχύοντα δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, ιδίως δεδομένου ότι πάνω από τις μισές εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών κατευθύνονται στην Ευρωζώνη.
Η δυνατότητα αναπτυξιακής επιτάχυνσης θα κριθεί από την επιτυχία της προσπάθειας για την προσέλκυση επενδύσεων. Το κλειδί είναι η διατηρήσιμη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.
Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει μία προσπάθεια εφαρμογής διαρθρωτικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Ο στόχος είναι να πείσει την διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι η προσέγγισή της δεν αποτελεί ένα άθροισμα βραχυπρόθεσμων και αποσπασματικών διευθετήσεων αλλά ότι ακολουθεί μία συνεπή και δομημένη φιλοσοφία, μία συνολική στρατηγική με ορθολογικά καθορισμένους στόχους και μέσα πολιτικής.
Πρέπει να επιμείνει. Υπό αυτή την προϋπόθεση, η ελληνική οικονομία μπορεί να αποδώσει ρυθμούς ανάπτυξης ταχύτερους από τους σημερινούς.