Από τον Οκτώβρη του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμονική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία ενώ κέντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν η περιοχή της Μακεδονίας.
Αν και ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στην Δυτική Μακεδονία, υπήρχε, ήδη από την αρχή των εχθροπραξιών, μεγάλη διαφωνία ανάμεσα στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Διαφωνία πρωθυπουργού και αρχιστράτηγου
Ο αρχιστράτηγος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας πιθανή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε μεγάλο στόχο του ελληνισμού.
Ο Κωνσταντίνος πείθεται τελικά στις υποδείξεις του πρωθυπουργού, με την μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.
Η καθοριστικής σημασίας νίκη, η Μάχη των Γιαννιτσών είχε προηγηθεί, νίκη που έκανε ευκολότερη την προέλαση του στρατεύματος.
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς, υπερασπιστής της Θεσσαλονίκης, δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μία έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Το πρωτόκολλο της συμφωνίας
Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχεται να παραδώσει το στρατό του και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδόθηκαν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί.
Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιήλθε όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού.
Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου η ελληνική σημαία υψώνεται στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης με την είσοδο δύο ταγμάτων ευζώνων ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισέρχεται με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι γίνεται πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Στο μεταξύ καταφθάνουν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως ήταν ήδη αργά.
Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα.
Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον πρωθυπουργό. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία.
Στις 29 Οκτωβρίου εισέρχεται ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ για να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό ενώ το μουσουλμανικό στοιχείο με απάθεια ανάμικτη από φόβο.
Οι Εβραίοι, που αποτελούσαν την πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης, δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.