«Μα τι να γράψω για τα αγριογούρουνα;» έλεγα μπαίνοντας στο γραφείο και αφού είχα πληροφορηθεί το θέμα. «Το Σάββατο έκανα ένα εξαιρετικό αγριογούρουνο με κολοκύθα» φώναξε ο «διπλανός» μου, διανοούμενος συνάδελφος. «Στο χωριό της μητέρας μου, στην Αρκαδία κάνουν φοβερές ζημιές» μπήκε στη συζήτηση νεαρή συνάδελφος.
Και μου εξήγησε ότι επειδή δεν βρίσκουν τροφή στα ορεινά, κατεβαίνουν ακόμη και στο πεδινό Αστρος Κυνουρίας. Και κοίτα να δεις που ξαφνικά άναψε η κουβέντα για τα αγριογούρουνα.
Η συνάδελφος μας είπε πόσο γρήγορα τρέχουν παρά το μεγάλο βάρος τους, πώς μπορούν να ξεριζώσουν αιωνόβιες ελιές, πως τα πιο επικίνδυνα, σε περιόδους αναζήτησης τροφής, είναι τα θηλυκά, ιδιαίτερα όταν έχουν μαζί τα μικρά τους. Και ένας άλλος συνάδελφος μας έλεγε ότι το καλοκαίρι, στους περιπάτους του στα δάση των Τζουμέρκων, τον έμαθαν πώς να αναγνωρίζει τις πατημασιές τους και τις τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος ψάχνοντας βολβούς και οι οποίες φτάνουν το ένα μέτρο σε βάθος.
«Παιδί» της πόλης και της νησιωτικής Ελλάδας, δεν έχω δει ζωντανό αγριογούρουνο. Μόνο από ντοκιμαντέρ τα ξέρω και από εκείνες τις φωτογραφίες «κιτσάτου θριάμβου», με κυνηγούς να ποζάρουν πάνω από το τεραστίων διαστάσεων θήραμά τους, σε ορεινές ταβέρνες. Α, και από τη χιουμοριστική παράφραση των στίχων στο τραγούδι με τον Καζαντζίδη «Κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριογούρουνο αντέχει».
Πέρα από την πλάκα, η ουσία του θέματος είναι αυτή η λεπτή, κόκκινη γραμμή ανάμεσα στην οικολογική δεοντολογία και στην καθημερινότητα, στην προκειμένη περίπτωση, των αγροτικών περιοχών. Από τη μία η κλιματική αλλαγή έχει, προφανώς, «τρελάνει» τα άγρια ζώα. Από την άλλη η προστασία από τη λαθροθηρία ευνόησε την αύξηση των αγριογούρουνων με επικίνδυνα, πολλές φορές, αποτελέσματα.
Τα επόμενα χρόνια, οι νέοι όροι συμβίωσης του ανθρώπου με τη φύση που θα προσμετρούν τις συνέπειες και στις δυο πλευρές, θα είναι νομίζω ένα πολύπλοκο στοίχημα.