Εχω μερικές φορές την εντύπωση ότι δεν θέλουμε να κατανοήσουμε ότι η Τουρκία, είτε μας αρέσει είτε όχι, θα είναι εσαεί δίπλα μας. Θα συνορεύουμε. Ούτε εμείς πρόκειται να μετακομίσουμε κάπου ανάμεσα στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο (αφήστε που μια τέτοια μετακόμιση δεν θα ήταν και τόσο επιθυμητή), ούτε η Τουρκία κάπου στην Υποσαχάροα Αφρική, αρκετά μακριά μας. Είμαστε όμηροι της γεωγραφίας. Και αφού η Τουρκία θα είναι δίπλα μας, στόχος μας θα πρέπει να είναι να διαμορφώσουμε μεταξύ μας τις καλύτερες δυνατές σχέσεις ως βάση προστασίας των αξιών και συμφερόντων μας. Μπορεί ο γείτονάς μας να είναι δύστροπος, δύσκολος ή με οτιδήποτε άλλο προτιμούμε να τον εννοιολογήσουμε, αλλά εναλλακτική λύση έξω από την καλή γειτονία και φιλική σχέση δεν υπάρχει. Μπορεί ο γείτονάς μας να μην τη θέλει αυτή τη σχέση ή να νομίζουμε ότι δεν τη θέλει. Αλλά παρά ταύτα οφείλουμε να προσπαθούμε, χωρίς βέβαια να εμφανιζόμαστε αφελείς, αλλά ψύχραιμοι μαθητές του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Κεμάλ Ατατούρκ, οι οποίοι παρά τις τραυματικές εμπειρίες κατάφεραν να φτάσουν σε υποδειγματική για την εποχή ελληνοτουρκική φιλία.
Να προσπαθούμε με λόγια και με έργα. Τα λόγια, οι λέξεις έχουν εκρηκτική σημασία. Μπορούν να λύσουν ένα πρόβλημα ή να δημιουργήσουν ένα νέο. Να οδηγήσουν στην ειρήνη ή στη σύγκρουση. «Με τη δύναμη μιας λέξης ξαναρχίζω τη ζωή μου» (P. Elliar). Γράφω τις σκέψεις αυτές με αφορμή κείμενα από δύο αιχμηρές πένες των «ΝΕΩΝ». Το πρώτο από τη Σώτη Τριανταφύλλου, με τίτλο «Το Ματς» (19/10), αποτελεί μια έντονα καταδικαστική τοποθέτηση για την Τουρκία και την Ευρώπη που άνοιξε – κάτω από άλλες συνθήκες βέβαια – τη διαδικασία ένταξής της.
Διερωτάται: «Ποιοι στήριξαν την υποψηφιότητά της στην Ευρωπαϊκή Ενωση;». Αφού, όπως γράφει, η ιστορία της «είναι μια σειρά από γενοκτονίες, διπλωματική διπροσωπία, παντουρκισμό, κοινωνικό δαρβινισμό – προπάντων η Τουρκία εμφορείται από το σύμπλεγμα κατωτερότητας των ελλειμματικών πολιτισμών έναντι της Ευρώπης» (sic). Ως κάποιος που στήριξε – και στηρίζει – την υποψηφιότητα της Τουρκίας με προϋπόθεση τον εκδημοκρατισμό της, κι αν ακόμη δεχθούμε όλα αυτά τα τερατώδη για την ιστορία της, το πρακτικό ερώτημα είναι «τι κάνουμε;».
Η απάντησή μου είναι απλή: προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα τραύματα της ιστορίας, να βρούμε γέφυρες επικοινωνίας, «να εγκλωβίσουμε την Τουρκία» σε μια λογική συνεργασίας, ακύρωσης της επιθετικότητας. Ανέφικτο, ουτοπικό; Ισως. Αλλά «το ανέφικτο απαιτεί μια πρόσθετη προσπάθεια», ενώ οι κατάρες καταλήγουν στην κόλαση. Επιλέγω την πρόσθετη προσπάθεια για μια Τουρκία που δεν είναι άλλωστε και τόσο μονολιθικά ερντογανική (βλέπε λ.χ. πρόσφατες εκλογές σε Κωνσταντινούπολη).
Το δεύτερο κείμενο είναι του Γ. Μαλούχου με τίτλο «Τουρκικοί πόλεμοι. Ελληνικές φοβίες και διεθνής παρέμβαση» (9/10) στο οποίο εισηγείται ότι «όταν η Τουρκία προσβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου πρέπει να λάβει άμεση ισχυρή στρατιωτική απάντηση». Δεν ξέρω εάν και πότε η Ελλάδα θα πρέπει να καταφύγει στη «στρατιωτική απάντηση».
Δεν την αποκλείω κατηγορηματικά εξ ορισμού. Γνωρίζω όμως κάτι πολύ σημαντικό: τη διαπίστωση του μεγάλου διπλωμάτη Β. Θεοδωρόπουλου ότι η Ελλάδα κάθε φορά που αντιμετώπισε μόνη στρατιωτικά την Τουρκία έχασε. Ενώ κάθε φορά που την αντιμετώπισε συντονισμένα με διπλωματικά μέσα κέρδισε. Και γενικώς η ελληνική διπλωματία αποδεικνύεται πολύ πιο αποτελεσματική σε σχέση με την τουρκική, παρά τη μυθολογία περί του αντιθέτου.