Δεν ήταν κάτι που δεν είχε προβλεφθεί. Από αρκετό καιρό είχε διατυπωθεί η άποψη ότι τυχόν εμπλοκή στην ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ θα είχε σοβαρό πολιτικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας και πιθανώς να διακύβευε και την ίδια την πορεία εφαρμογής της συμφωνίας.
Ως προς το δεύτερο στοιχείο, ήδη έχουμε την πρώτη θεσμική συνέπεια. Η διαδικασία αλλαγής του ονόματος ως προς την εσωτερική του χρήση στη γειτονική χώρα είναι ευθέως συνδεδεμένη με την ενταξιακή διαδικασία. Το όνομα θα αλλάξει στα εσωτερικά δημόσια έγγραφα των υπουργείων και των αντίστοιχων δημοσίων φορέων που αναλογούν στα διαδοχικά κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Οι δύο διαδικασίες είναι αλληλένδετες. Δεν μπορεί να προχωρήσει η μία χωρίς την άλλη, με βάση τη ρητή διατύπωση της συμφωνίας. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι οι δύο διαδικασίες με κάποιο τρόπο αποσυνδέονταν, ποιος θα αποφάσιζε με ποια σειρά θα προχωρήσει η αλλαγή των εγγράφων και βεβαίως ποιο θα είναι το κίνητρο για τη συμμόρφωση της Βόρειας Μακεδονίας;
Γιατί ανεξαρτήτως των φορτίσεων που μπορεί να έχει το θέμα στην ελληνική πλευρά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις φορτίσεις που υπάρχουν και από την άλλη πλευρά των συνόρων. Μια χώρα προχώρησε σε αλλαγή του ονόματος, με έντονη πολιτική φόρτιση στο εσωτερικό της γύρω από αυτό το ζήτημα.
Εάν διαμορφώθηκε μια πλειοψηφία υπέρ μιας τέτοιας αλλαγής, αυτό έγινε γιατί συνδέθηκε η αλλαγή ονόματος με μια προοπτική: αυτή της ένταξης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική στο εάν αυτή η ένταξη όντως αποτελεί εγγύηση ασφάλειας, συνοχής και ευημερίας, ή να υπενθυμίσει ότι όπως δείχνει η περίπτωση της Τουρκίας η απόσταση ανάμεσα στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και την ίδια την ένταξη μπορεί να είναι πολύ μεγάλη, όμως η αλήθεια παραμένει ότι για να δεχτούν αυτή τη συμφωνία είχαν πάρει μια υπόσχεση που τώρα αναιρείται.
Η εύθραυστη πολιτική ισορροπία
Ούτως ή άλλως η Βόρεια Μακεδονία είναι σε μια μεταβατική περίοδο, με αρκετές ανεπούλωτες πληγές από την προηγούμενη περίοδο. Η χώρα δεν μπόρεσε ποτέ να πετύχει την οικονομική ανάπτυξη που υποτίθεται ότι ήταν ο στόχος της ανεξαρτησίας και αντιμετωπίζει το πραγματικό πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνική αιμορραγίας που από τη μαζική μετανάστευση.
Επιπλέον, έφτασε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου και η πολιτική της συνοχή στηρίζεται στον ρυθμιστικό ρόλο των αλβανικών κομμάτων. Η περίοδος της διακυβέρνησης του VMRO-DPMNE δεν άφησε μόνο πίσω την κληρονομιά του εθνικιστικού κιτς μιας ορισμένης εκδοχής «μακεδονισμού» αλλά και διαφθορά και το σκάνδαλο με τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων και μια μεγάλη πολιτική πόλωση.
Το VMRO-DPMNE σε μεγάλο βαθμό επενδύει στην απογοήτευση που υπάρχει, ιδίως στο σλαβομακεδονικό στοιχείο, σε μεγάλο βαθμό οφειλόμενη στη συνολικότερη αδυναμία της χώρας να κάνει μεγάλα βήματα στην οικονομία για να το στρέψει σε μια πιο εθνικιστική κατεύθυνση.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έγινε εφικτή ακριβώς επειδή υπήρχε μια κυβέρνηση στη Βόρεια Μακεδονία που μπορούσε να υποστηρίξει ότι τα οφέλη από την αλλαγή ονομασίας είναι περισσότερα από τα κόστη. Μόνο που με το γαλλικό βέτο (που προφανώς αντανακλά μια δυσπιστία απέναντι στη διεύρυνση που δεν είναι γαλλική αποκλειστικότητα), τα οφέλη περιορίζονται και αυτό διαμορφώνει ένα έδαφος πληγωμένου εθνικισμού που θα μπορούσε να ενισχύσει ένα κλίμα αντίθεσης στη συμφωνία ή την υπονόμευση πλευρών της εφαρμογής.
Επιστροφή στη «διπλή ονομασία»;
Ο πυρήνας της συμφωνίας, δηλαδή η αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της γειτονικής χώρας, άρα και της διεθνούς ονομασίας της είναι δύσκολα αντιστρέψιμος και σίγουρα οι διεθνείς θεσμοί δεν θα συναινούσαν, καθώς θεωρούν ούτως ή άλλως σημαντικό ότι μια εκκρεμότητα έκλεισε.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί τις άλλες πλευρές της συμφωνίας, αυτές που σε τελική ανάλυση αφορούν τις όποιες ελληνικές ευαισθησίες. Αυτό αφορά την εσωτερική ονομασία της γειτονικής χώρας και τα ζητήματα που αφορούν τον προσδιορισμό της ιστορικής κληρονομιάς της γειτονικής χώρας.
Ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή εν μέρει επιστρέφουμε σε μια φάση «διπλής ονομασίας» αφού σε σημαντικό μέρος των εσωτερικών διοικητικών πράξεων της γειτονικής χώρας θα διατηρείται η προηγούμενη ονομασία, όσο δεν ξεκινά η ενταξιακή διαδικασία. Την ίδια στιγμή μέσα σε ένα κλίμα απογοήτευσης για τη μη τήρηση των ευρωπαϊκών υποσχέσεων είναι πιθανό να πάνε πίσω οι διαδικασίες που αφορούν ζητήματα όπως τα σχολικά βιβλία ή τις εμπορικές ονομασίες, καθώς πρόκειται για διμερείς διαδικασίες που προϋποθέτουν αμοιβαία καλή θέληση.
Το VMRO-DPMNE και η επιστροφή του «μακεδονισμού»
Εάν μάλιστα υπάρξει πολιτική αλλαγή στη γειτονική χώρα, τότε είναι πιθανό η υπαναχώρηση ως προς αυτές τις πλευρές να πάρει πιο τυπική μορφή, τουλάχιστον για όσο καιρό διατηρείται η εμπλοκής στην ενταξιακή διαδικασία. Επιπλέον, δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς ότι το VMRO-DPMNE θα έμπαινε με θετικό κλίμα σε μια διαδικασία επανεξέτασης του πυρήνα της δικής του ιδεολογίας, δηλαδή της εκδοχής «μακεδονισμού» που διεκδικεί ακόμη και την αρχαία Μακεδονια. Κάτι τέτοιο, ακόμη και με διατήρηση της νέας ονομασία εκ των πραγμάτων δεν θα επέτρεπε τη διαμόρφωση ενός κλίματος καλύτερων διμερών σχέσεων.
Και μέχρι τώρα οι δηλώσεις των ίδιων των εκπροσώπων του VMRO-DPMNE, του ηγέτη του Χρίστιαν Μιτσκόβσκι προεξάρχοντος, δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολιών: «Η τύχη της Συμφωνίας των Πρεσπών θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Μιτσκόβσκι σε συνέντευξη στην εφημερίδα Politika του Βελιγραδίου. Για να συμπληρώσει: «Δεν υπάρχει συμφωνία που να μπορεί να μου απαγορέψει να είμαι Μακεδόνας, να μιλάω την μακεδονική γλώσσα και να είμαι από την Μακεδονία. Η αρχή μας είναι: “όχι” στον εξαρχαϊσμό, “όχι” στην βορειοποίηση και λέμε ένα μεγάλο “ναι” στην επιστροφή του “μακεδονισμού” στην Μακεδονία».
Τα ελληνικά διλήμματα
Σε αυτό το τοπίο είναι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση που καλείται να πάρει πρωτοβουλίες και να ασκήσει βαλκανική πολιτική, χωρίς να στηρίζεται στις πρωτοβουλίες που θα πάρουν οι ευρωατλαντικοί θεσμοί. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει και την αντιμετώπιση του ζητήματος με κριτήρια όπως η σταθερότητα στην περιοχή και η διαμόρφωση ενός καλύτερου πλαισίου γειτονίας και όχι με κριτήρια που αφορούν την εσωτερική πολιτική συζήτηση και τον τρόπο που το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών συνέπεσε με μια μακρά προεκλογική περίοδο, με έντονα στοιχεία πολιτικής πόλωσης.
Όμως, μια μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή, ή η το ντε φάκτο πάγωμα της συμφωνίας, σίγουρα θα οδηγήσει σε μια συνθήκη και αχαρτογράφητη και πιο δύσκολη. Αυτό παραπέμπει στην ανάγκη για πραγματικές πρωτοβουλίες και ανάληψη ρόλου στην περιοχή, έτσι ώστε να διαμορφωθεί δυναμική υπέρ της συνέχισης στην κατεύθυνση της οικοδόμησης δεσμών (και της τήρησης της συμφωνίας) κάτι που προφανώς δεν μπορεί να γίνει με την παραδοσιακή αντιμετώπιση του ζητήματος με τους ρητορικούς όρους της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης.