Μετά τη μεγάλη περσινή επιτυχία, ο «Θείος Βάνιας» σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη εντάσσεται στο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και παρουσιάζεται στο BIOS κάθε Τετάρτη έως Κυριακή.
Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Ανθή Ευστρατιάδου, Βασίλης Καραμπούλας, Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Ασπασία Κράλλη, Μαρία Μαγκανάρη, Δημήτρης Ντάσκας και Γιωργής Τσαμπουράκης.
Σ’ αυτό το έργο κανένας δεν κοιμάται όσο θα ήθελε. Κανένας δεν αγαπά όσο χρειάζεται. Κανένας δεν αρπάζει καμία ευκαιρία. Κανένας δεν αγαπιέται όσο έχει ανάγκη. Όλοι θέλουν να νιώσουν περισσότερο. Όλοι είναι έτοιμοι για καυγά. Όλοι επαναλαμβάνονται. Κάποιοι πίνουν παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Κάποιοι έχουν τη δουλειά για φάρμακο. Κάποιοι ζουν τη ζωή τους σαν δράμα. Στο τέλος δεν αλλάζει τίποτα.
Ο Κώστας Κουτσολέλος μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, το ρόλο του και τα βάρη των ηρώων.
Πώς αντιμετωπίζετε το ρόλο σας;
Όπως όλους τους ρόλους και οτιδήποτε κάνω επί σκηνής, παλεύω όσο μπορώ να μην είμαι πολύ κακός και ψεύτης και να μιλάω κάπως σαν άνθρωπος και όχι σαν ηθοποιός.
Στην δεύτερη πια σεζόν της η παράσταση, τι προκλήσεις σας φέρνει;
Είναι δύσκολο πράγμα η επανάληψη, πρέπει κάτι που βρήκες και λειτουργούσε το γενάρη να το κάνεις ξανά ζωντανό μετά από έξι μήνες. Πολύ δύσκολο, αλλά ούτως ή άλλως αυτός είναι ο γολγοθάς του ηθοποιού, η επανάληψη.
Όλα τα πρόσωπα του έργου κουβαλάνε ένα βάρος. Ο δικός σας ήρωας πώς το αντιμετωπίζει;
Όπως όλοι μας, με απελπισία, απόγνωση, ειρωνεία προς τον εαυτό του και τους άλλους, με κάποιες λίγες στιγμές θάρρους και μετά ξανά απελπισία.
Αυτή η έντονα δραματική κατάσταση επί σκηνής, πόσο σας συνεπαίρνει εσάς;
Με συνεπαίρνει δόξα τω θεώ και βγάζω και τα δικά μου απωθημένα.
Το φορμάτ intimate theatre που δοκιμάζει η Μαρία Μαγκανάρη, πώς λειτουργεί στην παράσταση;
Εγώ νομίζω ότι λειτουργεί πολύ καλά στους θεατές που κουράστηκαν από την σκηνοθετίτιδα και τις μεγάλες ερμηνείες και θέλουν να δουν κάτι πιο ανθρώπινο. Αλλά αυτό πρέπει να το δείτε και πείτε εσείς.
Είναι ένα κλασικό έργο ο “Θείος Βάνιας”. Πώς φιλοδοξείτε να το παρουσιάσετε χωρίς να τον πληγώνετε αλλά και χωρίς να χάνει την ιδιαιτερότητά του;
Αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι αντιμετωπίζουμε το έργο ακριβώς όπως έχει και γράφτηκε, χωρίς να κάνουμε μια δική μας ερμηνεία, χωρίς σχεδόν να αλλάζουμε και τις σκηνικές οδηγίες, πράγμα σπάνιο στις μέρες μας. Εστιάζουμε στις σχέσεις και στο τι θέλει ο ένας ήρωας από τον άλλον και τους ήρωες δεν τους αντιμετωπίζουμε ως ρόλους-σύμβολα του θεάτρου, αλλά ως ανθρώπους.