Κάθε εβδομάδα και μια κίνηση που ταράζει τα νερά. Μετά τους πόντους που κέρδισε από τη συναίνεση των κομμάτων για την ψήφο των αποδήμων ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να συσσωρεύσει πολιτικό κεφάλαιο και κέρδη «χτίζοντας» συμμαχίες με ευρύτερες ομάδες για την οικονομική πολιτική. Σχεδόν ανά εβδομάδα αιφνιδιάζει με θετικά μέτρα ή κινήσεις που στέλνουν παράλληλα μηνύματα προς το εσωτερικό ακροατήριο, τους δανειστές και τις ξένες αγορές.
Καλλιέργησε θετικές προσδοκίες για την ανάπτυξη και «έχτισε» ελπίδες στον κλάδο της οικοδομής με την αναστολή του ΦΠΑ και για το στοκ των απούλητων, από το 2006, ακινήτων που έχουν μείνει στα χέρια των κατασκευαστών.
Εσπευσε να παρέμβει τοποθετούμενος απέναντι στους τραπεζίτες στο θέμα των αυξήσεων στις προμήθειες των συναλλαγών σε μια κίνηση με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα αλλά έντονα επικοινωνιακή χροιά που απευθύνεται σε ένα ευρύ πολιτικό κοινό. Και έκανε το «κοντράστ» με την κατάργηση της μονιμότητας για τους νεοπροσλαμβανόμενους στη ΔΕΗ. Ενα μέτρο με ισχυρό πολιτικό προσανατολισμό που υπονοεί ότι η κυβέρνηση δεν θα διστάσει να τα βάλει με τα συμφέροντα των συντεχνιών.
Παρ’ όλα αυτά, τα δύσκολα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μπροστά. Την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, ενώ έως το τέλος του χρόνου θα πρέπει να κατατεθεί στη Βουλή το νέο Ασφαλιστικό. Οι παρεμβάσεις που θα γίνουν και στα δύο αυτά μέτωπα θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη βασικών παραμέτρων της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Την ώρα που πάει να σηκώσει κεφάλι η ανάπτυξη και ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν πρέπει να γίνουν λάθος κινήσεις που θα ναρκοθετήσουν την όλη προσπάθεια, επισημαίνουν αξιόπιστοι οικονομικοί παράγοντες της χώρας. Και αυτό διότι: Οι μέχρι τώρα κυβερνητικές διαρροές για τις ελαφρύνσεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου δείχνουν ότι δεν αποκαθίσταται η φορολογική δικαιοσύνη που είχε πληγεί σοβαρά τα τελευταία χρόνια. Οι μισθωτοί με μεσαία εισοδήματα που πλήρωσαν το μάρμαρο των Μνημονίων μέσω της υπερφορολόγησης μένουν εκτός των ελαφρύνσεων.
Αλλά και στο Ασφαλιστικό το τοπίο παραμένει ακόμη θολό, αφήνοντας την εντύπωση ότι οι όποιες παρεμβάσεις θα αφορούν πολιτικές που εξαντλούνται σε αυξήσεις συντάξεων και χορήγηση αναδρομικών την ώρα που το πρόβλημα παραμένει οξύ και απαιτεί ριζικές και τολμηρές αλλαγές για να μην το ξαναβρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια.
Την εικόνα αυτή έρχονται να ενισχύσουν προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση για τη διανομή του φετινού υπερπλεονάσματος τα Χριστούγεννα, θυμίζοντας την επιδοματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι λίγοι όσοι διαβλέπουν λογικές «πρωινάδικων» στον τρόπο με τον οποίο τα αρμόδια υπουργεία χειρίζονται το θέμα της διανομής του υπερπλεονάσματος. Πράγματι και φέτος, ελέω υπερφορολόγησης που έρχεται με «φόρα» από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, ο προϋπολογισμός θα κλείσει με υπερπλεόνασμα. Και αυτό θα πρέπει να διανεμηθεί εντός του έτους για να μη χαθεί.
Ας δοθεί λοιπόν εκεί που πραγματικά έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία και όχι με όρους «λαϊκής κατανάλωσης». Υπάρχουν τα νοσοκομεία και τα σχολεία, υπάρχουν και οι υπερφόροι. Οπως μειώθηκε εφάπαξ η προκαταβολή φόρου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσε να κοπεί ένα μεγάλο κομμάτι της εισφοράς αλληλεγγύης ή μία (και δύο ακόμα) δόσεις ΕΝΦΙΑ. Πολιτική βούληση χρειάζεται!