Την περασμένη Κυριακή ο προπονητής του ΠΑΟ Γιώργος Δώνης, αμέσως μετά το γκολ που σημείωσε η ομάδα του στο ματς με την ΑΕΛ στο ΟΑΚΑ, έβρισε κάποιους οπαδούς της ομάδας του που είχαν κάνει το ίδιο στολίζοντας με γαλλικά τον ίδιο και τον γιο του, όταν αυτός τον έβγαλε από το ματς. Για την αντίδραση του Δώνη να βρίσει κάποιους που κατέβηκαν από το πάνω μέρος της εξέδρας για να του επιτεθούν χυδαία, μίλησα αυτές τις μέρες με τουλάχιστον πέντε πρώην επαγγελματίες, που κατά καιρούς τα έχουν ακούσει από την εξέδρα. Ολοι συμφωνούσαν ότι η αντίδραση του προπονητή ήταν λανθασμένη «γιατί με την εξέδρα απαγορεύεται να τα βάλεις». Ομολογώ ότι όσα μου είπαν απλώς δυνάμωσαν την πίστη μου ότι η αντίδραση του Δώνη ίσως να μην ήταν η πρέπουσα, πλην όμως ήταν σχεδόν υποχρεωτική. Οχι τόσο για τον προπονητή, όσο για τον πατέρα.
Υπερβολικό
Στην Ελλάδα τα βάζουμε με την εξέδρα μόνο όταν όσοι βρίσκονται σε αυτή μπαίνουν στο γήπεδο και διακόπτουν ένα ματς: όλα τα υπόλοιπα σχεδόν δικαιολογούνται. Θυμάμαι όταν η Εθνική μας είχε κερδίσει το Euro του 2004, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος και ο Αγγελος Μπασινάς είχαν πει πως κατάφεραν κάτι που «δεν θα επιτρέψει σε έλληνα οπαδό να τους ξαναβρίσει ποτέ». Αμ δε! Οι παίκτες είδαν την κατάκτηση του Euro ως ένα είδος απόλυτης απόδειξης των δυνατοτήτων τους και πίστεψαν ότι ο τίτλος του πρωταθλητή Ευρώπης θα τους εξασφαλίσει ένα είδος αιώνιας ευγνωμοσύνης από την πλευρά του ελληνικού κοινού. Περιττό να πω ότι αυτό που πίστεψαν οι παίκτες για τον εαυτό τους – καθ’ όλα θεμιτό – είναι τελείως άσχετο με αυτό που πιστεύει ο μέσος οπαδός για δαύτους.
Ελάχιστους μήνες μετά το θαύμα της Πορτογαλίας ο Ντέμης Νικολαΐδης κι ο Βασίλης Τσιάρτας, δύο άνθρωποι που διαφωνούν σε πολλά, σε διαφορετικές συνεντεύξεις τους συμφώνησαν, εξ αποστάσεως, ότι αρκετός κόσμος ξέχασε πολύ γρήγορα τι έγινε στην Πορτογαλία. Λίγα χρόνια αργότερα ένα χαμένο ματς με τους Τούρκους στο Γεώργιος Καραϊσκάκης στάθηκε αιτία συνθημάτων εναντίον των διεθνών. Ο Κώστας Κατσουράνης μίλησε τότε για μιζέρια του ελληνικού κοινού. Και λίγο καιρό αργότερα ο Γιούρκας Σεϊταρίδης, σε ένα ματς της Εθνικής μας εντός έδρας, έπειτα από μια νίκη με τη Μάλτα, ανταπέδωσε στο κοινό βρισιές που σε εφημερίδα δεν γράφονται.
Φρίκη
Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό γηπεδικό κοινό είναι στην πλειοψηφία του φρικτό. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στο γήπεδο γιατί αγαπάνε τα σπορ – οι περισσότεροι ωστόσο αγαπάνε άλλα πράγματα: κυρίως τη νίκη. Ο έλληνας οπαδός θεωρεί τη νίκη το βασικό που ο αθλητής πρέπει να του προσφέρει: το θέαμα τον ενδιαφέρει ελάχιστα. Στην περίπτωση του φετινού ΠΑΟ, όταν υπάρχει τέτοια γηπεδική κουλτούρα, είναι λογικό να περιμένει κανείς πως επειδή οι νίκες λείπουν, θα προκύψει οργή. Στην Ελλάδα θεωρείται αυτονόητο όταν μια ομάδα χάσει να γίνει αντικείμενο χλευασμού και επιθέσεων πρώτα απ’ όλα από τους οπαδούς της: οι πιο πολλοί θεωρούν ιερή τους υποχρέωση τη διαμαρτυρία κατά πάντων. Οι οπαδοί του ΠΑΟ έχουν μπουκάρει πολλές φορές στο προπονητικό κέντρο της ομάδας κυνηγώντας ποδοσφαιριστές. Δύσκολα θα μπορούσε όλοι να σεβαστούν την αγωνία του Δώνη που παρακολουθεί μια ομάδα να υποφέρει.
Προδομένοι
Ο Τύπος «τραυλίζει» – σπανίως παίρνει πραγματικά θέση. Στην περίπτωση του Δώνη διάφοροι αρθρογράφοι επισήμαναν ότι η έκρηξή του μαρτυρά μια αδυναμία διαχείρισης νεύρων, που εν τέλει δημιουργεί και ερωτηματικά για το αν ο προπονητής είναι σε θέση να κοουτσάρει την ομάδα. Συγγνώμη, αλλά και αυτό είναι μια λανθασμένη προσέγγιση. Ο Δώνης είναι ένας επαγγελματίας στον οποίο κάποιοι δεν επιτρέπουν να κάνει ήρεμα τη δουλειά του και ένας πατέρας που ακούει κάποιους να βρίζουν το παιδί του. Η αντίδρασή του δείχνει ότι έχει ζωντάνια και δύναμη. Αν δεν αντιδρούσε θα ήταν πραγματικά ανησυχητικό. Η σιωπή απέναντι στη βαρβαρότητα δεν είναι πάντα επίδειξη εσωτερικής δύναμης – είναι πολύ συχνά και σημάδι παραίτησης. Ο Δώνης σωστά αντέδρασε και σωστά θα τιμωρηθεί. Οπως προβλέπεται.
Παραλογισμός
Βρήκα την αντίδραση του Δώνη εντελώς ανθρώπινη μέσα σε έναν εντελώς παράλογο κόσμο. Ο Δώνης έβγαλε από το γήπεδο τον γιο του για να χρησιμοποιήσει έναν άλλο ποδοσφαιριστή. Πατέρα και γιο, ένα πλήθος τους έβριζε όσο πιο χυδαία μπορούσε: δεν προκάλεσε ο Δώνης το περιστατικό – η εξέδρα το προκάλεσε. Η αντίδραση του προπονητή θα ‘πρεπε να μας προβληματίσει: το να την καταδικάσουμε είναι εύκολο. Πόσο αρρωστημένοι είναι άραγε οι θαμώνες μιας εξέδρας που βγάζουν από τα ρούχα του τον προπονητή που δουλεύει για την ομάδα που υποστηρίζουν; Και τι διάβολο θα κάνουμε για να σταματήσει αυτή η δικτατορία της αθλιότητας που υπάρχει στα γήπεδα; Αυτά τα ερωτήματα θα ‘πρεπε να μας απασχολούν αντί να ρίχνουμε το φταίξιμο σε έναν προπονητή, μόνο και μόνο γιατί αντέδρασε ανθρώπινα, ζητώντας και να τιμωρηθεί.
Καντονά
Κάποτε ο Ερίκ Καντονά ανέβηκε στην εξέδρα και πλάκωσε στο ξύλο έναν τύπο που επί μήνες πήγαινε στα ματς της Λιντς, μόνο και μόνο για να έχει τη δυνατότητα να βρίζει από κοντά τον γάλλο άσο. Το εντυπωσιακό στη σκηνή δεν είναι η κίνηση του Γάλλου που έχασε την ψυχραιμία του, είναι η συμπεριφορά των άλλων οπαδών: κανείς δεν επιτέθηκε στον Καντονά, κανείς δεν υπερασπίστηκε το ρεμάλι που τον έβριζε. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινόταν εδώ; Οταν πας σε ένα γήπεδο να δεις ποδόσφαιρο κανένα επεισόδιο, όσο ακραίο κι αν είναι, δεν μπορεί να σε κάνει να τρέχεις στο γήπεδο για να βρεθείς πάνω από τον πάγκο του προπονητή της ομάδας σου για να τον βρίσεις – εκτός αν είσαι ψυχικά διαταραγμένος. Αν, όμως, πας στο γήπεδο για να δεις την ομαδάρα μόνο να κερδίζει, είναι απολύτως λογικό να δέχεσαι ότι φυσική συνέπεια της ήττας μπορεί να είναι μόνο η βία.
Δικαίωμα
Οταν είχα δει τη σκηνή της επίθεσης του Καντονά στον απίθανο εκείνο τύπο σκεφτόμουν να αγιάσουν τα χέρια του Γάλλου για όσα έκανε! Βλέποντας τους τύπους που έβριζαν τον Δώνη αναρωτιόμουν από πού αντλούν αυτό το δικαίωμα: δυστυχώς το αντλούν από όλους εμάς. Εμάς που την εξέδρα τη χαϊδεύουμε, που δεν τολμάμε να πάρουμε θέση εναντίον της, που διηγούμαστε ιστορίες με αρχιχουλιγκάνους και γελάμε, που δεχόμαστε ότι το γήπεδο είναι ένας χώρος εκτόνωσης ανομίας. Το αντλούν το δικαίωμα από μας που δεν δυσανασχετούμε με τη χυδαιότητα και που βλέποντας τον Δώνη υποκριτικά λέμε ότι κανείς δεν πρέπει να τα βάζει με τον κόσμο. Το με ποιον κόσμο δεν μας ενδιαφέρει δυστυχώς…