Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης σε μια παρτίδα δεξιοτεχνίας σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη παρουσιάζουν «Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη. Μετά από μια πετυχημενη περιοδεία σε ολόκληρη την Ελλάδα, η παράσταση κατεβαίνει από το Δη.Πε.Θέατρο Κοζάνης και «βρίσκει στέγη» στο νέο Μικρό Ανεσις κάθε Τετάρτη και Πέμπτη.
Μια κωμωδία χαρακτήρων, που αποδίδεται γλαφυρά η νεοελληνική πραγματικότητα και το ενδόμυχο όνειρο του νεοέλληνα «να πιάσει την καλή». Ο Φώντας (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) και ο Κόλιας (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) δυο φίλοι και κουνιάδοι, κάθονται ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα μετά από ένα μεσημεριανό ύπνο, την ώρα του ιερού απογευματινού καφέ στη βεράντα τους και συζητούν πως θα πιάσουν την καλή και θα γλυτώσουν από τη φτώχεια τους. Το σχέδιο «όπως πάντα» καλά οργανωμένο και σίγουρο, μας δείχνει όλο το νεοελληνικό όνειρο που πλάθεται από ευτελή υλικά.
Οι δυο ήρωες μας, ο Φώντας, άνθρωπος της πιάτσας και ο Κόλιας πρώην αντιστασιακός και νυν λαχειοπώλης, ονειρεύονται να στήσουν μαζί μια κομπίνα, με στόχο τα μεγάλα κέρδη και την είσοδο στην υψηλή κοινωνία. Δύο χαρακτήρες αυθεντικοί, λαϊκοί, οικείοι, αναγνωρίσιμοι, τραγικοί και κωμικοί συνάμα, συνοψίζουν την ουσία της νεοελληνικής φιλοσοφίας.
Το «Τάβλι», είναι έργο προφητικό και γι’ αυτό πάντα επίκαιρο, πρωτοανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης τον Φεβρουάριο του 1972, μεσούσης της δικτατορίας, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Φώντα και τον Γιάννη Μόρτζο ως Κόλια. Από τότε, ανεβαίνει συχνά στις θεατρικές σκηνές, γεγονός που καταδεικνύει την οξυδερκή ματιά του συγγραφέα στη νεοελληνική νοοτροπία.
Ο Λευτέρης Γιοβανίδης μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον νεοέλληνα και την Ελλάδα της κρίσης.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε «Το τάβλι» και μαζί του να περιοδεύσετε στην Ελλάδα;
Υπάρχουν κάποια θεατρικά έργα που οι περισσότεροι σκηνοθέτες τα έχουμε στο μυαλό μας και θέλουμε κάποια στιγμή να τα σκηνοθετήσουμε. Ένα από αυτά ήταν για μένα, «Το τάβλι». Χρόνια το σκεφτόμουν να το ανεβάσω και σκεφτόμουν επίσης ότι ήθελα να κάνει περιοδεία στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Όλα αυτά πριν καν δημιουργηθεί αυτή η παραγωγή. Και φέτος το καλοκαίρι ευτύχησα να δω αυτό το όνειρο να συμβαίνει. Ξεκινήσαμε με μια μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία στην Ελλάδα και συνεχίζουμε για χειμώνα στην Αθήνα. Μένει μόνο πραγματοποιηθεί η σκέψη μου να πάμε και στο εξωτερικό.
Στον νέο κύκλο παραστάσεων, τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;
Οι παραστάσεις στην Αθήνα ήρθαν σαν μια φυσική εξέλιξη αυτής της παραγωγής. Μετά την πετυχημένη καλοκαιρινή περιοδεία, που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο, σε παραγωγή του Δη.Πε.Θεάτρου Κοζάνης μας βρήκε ο παραγωγός Παναγιώτης Γεροδήμος και μας πρότεινε να συνεχίσουμε το χειμώνα στο «Μικρό Άνεσις». Εγκαινιάζοντας ένα καινούργιο θέατρο πάνω από το Θέατρο Άνεσις στην λεωφόρο Κηφισίας. Είναι ένα έργο που ο κόσμος το ξέρει. Δεν είναι τυχαίο που ανεβαίνει συχνά πυκνά. Είναι ένα κείμενο που ο λόγος του σε ταξιδεύει.
Η ψυχή του νεοέλληνα αποτυπώνεται στη σκηνή με τα όνειρα, τις κομπίνες και τον πόθο να πιάσει την καλή. Πώς επιδιώκετε να το περάσετε αυτό στους θεατές χωρίς τα γνωστά στερεοτυπικά σχήματα;
Η ψυχή του Έλληνα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί. Συνδυάζει τόσα αντιφατικά στοιχεία. Από την άλλη ο Δημήτρης Κεχαΐδης, με την μαγική του πένα, καταφέρνει να σκιαγραφήσει με μοναδικό τρόπο τον νεοέλληνα. Δεν είναι τυχαίο που, αν και γραμμένο το 1972 το έργο, εξακολουθεί ως κείμενο να είναι επίκαιρο, να αντέχει στο χρόνο. Πιστεύω ότι το κλειδί για να καταφέρω να ξεπεράσω τα περισσότερα εμπόδια σ’ αυτή τη δουλειά ήταν η διανομή της και μόνο. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που είναι ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης στους ρόλους του Κόλια και του Φώντα αντίστοιχα. Είναι ιδανική διανομή. Δύο υπέροχοι συνεργάτες και ηθοποιοί που φωτίζουν με τον δικό τους τρόπο τους ρόλους αυτούς.
Βρίσκετε κι εσείς τον εαυτό σας μέσα στους ρόλους του Φόντα και του Κόλια;
Απόλυτα. Έλληνας είμαι. Κάποια στιγμή στην πρόβα με τον Ιεροκλή και τον Γεράσιμο είπαμε τι αντίστοιχο ευφάνταστο σχέδιο, είχαμε σχεδιάσει κι εμείς στο παρελθόν, μιμούμενοι τους δύο ήρωες στο έργο. Ο καθένας μας είχε μια ιστορία να πει. Το παραπλανητικό πάντα είναι ότι στην αρχή το σχέδιο φαντάζει υπέροχο, μοναδικό και σίγουρο και μετά έρχεται η σίγουρη αποτυχία. Η δική μου ταύτιση με τους δύο ήρωες ήταν ένα επιχειρηματικό σχέδιο που είχα στα 24 μου. Τότε ζούσα στην Αμερική και εκεί μου ήρθε μια «καταπληκτική» ιδέα. Κι φυσικά ήρθα στην Ελλάδα να την πραγματοποιήσω. Για καλή μου τύχη γρήγορα ναυάγησε και δεν ήταν μεγάλη η ζημιά. Δεν νομίζω πως υπάρχει Έλληνας που να μην έχει μια αντίστοιχη ιστορία να διηγηθεί.
Τα σχέδια όπως αυτά του Φόντα και του Κόλια που όλοι μας κάνουμε καθημερινά, πόσο απέχουν τελικά από το να γίνουν πραγματικότητα;
Τις περισσότερες φορές πάρα πολύ. Από την άλλη όμως όπως λέει και ο ποιητής «ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει» και τι πιο ωραίο να κάνεις σχέδια και να ονειρεύεσαι. Η πραγματικότητα είναι πραγματικότητα αλλά και το ταξίδι είναι το ταξίδι. Έχουμε μάθει να ζούμε με στεγανά και πολλές φορές χάνουμε τη φαντασία μας. Η πραγματικότητα της καθημερινότητας έρχεται σαν οδοστρωτήρας και τα ισοπεδώνει όλα. Εμένα μου αρέσει να ονειρεύομαι. Πολλές φορές αφήνω το μυαλό μου να χάνεται μέσα στην φαντασία μου. Αυτό μερικές φορές μας βοηθάει να βλέπουμε λύσεις που πριν δεν μπορούσαμε να δούμε.
Η παράσταση μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, ελπίδας και ονείρου. Είναι πλέον ρεαλιστική αυτή στην Ελλάδα της κρίσης;
Σήμερα η ζωή είναι αρκετά πιο εύκολη από τα χρόνια της εκείνης Ελλάδας. Μπορεί να υπήρχαν τότε άλλες αξίες από σήμερα και όλοι να ήταν πιο αθώοι αλλά τότε μιλάμε για μια Ελλάδα που ζούσε στη φτώχεια. Σήμερα ο Έλληνας είναι σε άλλη μοίρα. Η κρίση μας στέρησε πολλά αλλά δεν μπορώ να μην πιστεύω ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες υπάρχει ελπίδα, υπάρχει όνειρο στους Έλληνες, σήμερα. Έχω βαθιά πίστη ότι σε κάθε εποχή και καιρό υπάρχουν άνθρωποι που ελπίζουν, ονειρεύονται, δημιουργούν, σκέφτονται. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι άνθρωποι είναι σιωπηλοί και αθόρυβοι αλλά πιστέψτε με είναι οι περισσότεροι στην κοινωνία μας.