Δεν πρόλαβε να αναλάβει καθήκοντα στο νέο της γραφείο στη Φρανκφούρτη η νέα πρόεδρος της Ευρωτράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ και δέχθηκε τα πρώτα πυρά – και ήταν μάλιστα πυρά φίλια. Ο πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά του για την πρόθεσή της να συνεχίσει την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης του (Σούπερ Μάριο) Ντράγκι και να ευνοήσει μάλιστα, όπως εμμέσως υπονόησε, ομόλογα εταιρειών με μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Γνωστό νομισματικό «γεράκι» και γνήσιος απόγονος των Αξελ Βέμπερ, Οτμαρ Ισινγκ, Γιούργκεν Σταρκ, Ερνστ Βέλτεκε και Χανς Τιτμάγερ, ο Βάιντμαν υπενθύμισε στη Λαγκάρντ ότι αποστολή των κεντρικών τραπεζών είναι να φροντίζουν για τη σταθερότητα των τιμών και όχι να ασκούν αναπτυξιακή πολιτική, αρμοδιότητα που έχουν οι κυβερνήσεις.
Είναι προφανές ότι η παραδοσιακή πληθωρισμοφοβία των Γερμανών (δεν ξεχνούν τη Βαϊμάρη) θα αποτελέσει και για τη Λαγκάρντ, όπως ήταν και για τους προκατόχους της Ντράγκι και Τρισέ, έναν μόνιμο πονοκέφαλο καθ’ όλη την οκταετή θητεία της. Και όμως, όπως εκτιμούν οι ειδικοί, εν προκειμένω ο καβγάς που ήδη ξεκίνησε για το περίφημο QE, είτε «πράσινο» θα είναι αυτό είτε «κόκκινο» είτε «μπλε», γίνεται περί όνου σκιάς.
Η προσφορά το πρόβλημα
Ο Σούπερ Μάριο κατεγράφη στην Ιστορία ως ο σωτήρας του ευρώ χάρη στην πειστική φράση του πως θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να το στηρίξει. Και το «οτιδήποτε» ήταν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων που στήριξαν τη ρευστότητα στην ευρωζώνη σε μια περίοδο κρίσης λόγω κάμψης της ζήτησης. Το πρόβλημα, όμως, όχι μόνο της οικονομίας των «19» αλλά της παγκόσμιας οικονομίας στην παρούσα συγκυρία δεν έχει να κάνει με τη ζήτηση, αλλά με την προσφορά. Διότι οι εμπορικοί πόλεμοι και ο οικονομικός προστατευτισμός του Τραμπ, ο κίνδυνος ενός άτακτου Brexit που ακόμη δεν εξέλιπε, ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης ΗΠΑ – Ιράν και εν γένει η αβεβαιότητα στη Μέση Ανατολή που κρατά ψηλά τις τιμές του πετρελαίου, η πολιτική εσωστρέφεια στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης λόγω Προσφυγικού, ακόμα και ο κίνδυνος μετωπικής σύγκρουσης της νέας κυβέρνησης των περονιστών στην Αργεντινή με το ΔΝΤ, όπως αναφέρει ο Νουριέλ Ρουμπινί σε πρόσφατο άρθρο του στη βρετανική «Guardian», έχουν καταφέρει ένα μεγάλο πλήγμα στην παγκοσμιοποίηση.
Η εικόνα της νέας πραγματικότητας αποτυπώνεται γλαφυρά στη Γερμανία. Η κατάρρευση της παραγωγής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας έχει φέρει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε μια κατάσταση προϊούσας ύφεσης (τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν στις 14 Νοεμβρίου πιθανότατα θα την επισημοποιήσουν). Στον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας κρίσης όχι λόγω ανεπαρκούς ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών αλλά λόγω κάμψης της προσφοράς αναφέρθηκε και η νέα επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα στην πρόσφατη κοινή ετήσια σύνοδο του Ταμείου με την Παγκόσμια Τράπεζα στην Ουάσιγκτον.
Προτείνουν κουρέματα
Εν προκειμένω ο Ρουμπινί, όπως και ο Ανατόλ Καλέτσκι και άλλοι διάσημοι οικονομολόγοι, θεωρούν ότι οι πολιτικές των Κεντρικών Τραπεζών αλλά και των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης πρέπει να διαφοροποιηθούν. Πιστεύουν ότι τα QE και εν γένει η αύξηση της ρευστότητας σε μια συγκυρία χαμηλής προσφοράς κινδυνεύουν να οδηγήσουν την παγκόσμια οικονομία σε στασιμοπληθωρισμό. Σε μια κατάσταση, δηλαδή, που ο πληθωρισμός θα καλπάζει, αλλά η ανάπτυξη θα είναι μηδενική ή αρνητική.
«Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει να παραδεχθούν ότι δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν τους οικονομικούς κύκλους» σημειώνει ο Καλέτσκι. Αλλά και οι κυβερνήσεις δεν έχουν περιθώρια άσκησης αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής, προσθέτει ο Ρουμπινί. «Η πολιτική της χαλάρωσης στα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970 έφερε διψήφιους πληθωρισμούς και εκτίναξη των δημόσιων χρεών» παρατηρεί. «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι προτιμότερες οι αναδιαρθρώσεις και οι διαγραφές χρεών (τα κουρέματα δηλαδή)» προτείνει ο διάσημος καθηγητής του New York University, που είναι όμως γνωστός και ως «δόκτωρ Καταστροφή», μην το ξεχνάμε αυτό.