Με επιστολή της στον Πρόεδρο της Βουλής, η Ζωή Κωνσταντοπούλου τοποθετείται για την επικείμενη 200η επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, την ανάγκη μιας νέας απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον ζυγό των δανειστών, την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και για την αποστολή του Ιδρύματος της Βουλής.
Ολόκληρη η επιστολή
Κύριε Πρόεδρε,
Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση που μου αποστείλατε να παρευρεθώ στην εκδήλωση για την «έναρξη των εργασιών της «Επιτροπής ΕΛΛΑΔΑ 2021» και της συνεργασίας της με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, εν όψει της προετοιμασίας της χώρας για την Επέτειο συμπληρώσεως 200 ετών από την Παλιγγενεσία».
Με βάση αυτήν την πρόσκληση, επιθυμώ να σας εκθέσω τις ακόλουθες σκέψεις και προβληματισμούς μου, εν αναμονή της απάντησής σας:
1) Η Επέτειος της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, συνδεδεμένο άρρηκτα με τον ιστορικό και ηρωικό αγώνα του λαού μας για Ελευθερία και Ανεξαρτησία. Δυστυχώς, σήμερα, η Ελευθερία κι η Ανεξαρτησία που κατακτήθηκαν με αίμα και αυτοθυσία, έχουν αφαιρεθεί βίαια, μέσω της επιβολής στη χώρα των Μνημονίων, που αποτελούν εργαλεία αποικιοποίησης της Ελλάδας και εξανδραποδισμού των Ελλήνων. Μέσω των Μνημονίων επιβλήθηκε και εγκαταστάθηκε στη χώρα μας Επιτροπεία και εξωτερικός έλεγχος σε όλους τους τομείς της εσωτερικής πολιτικής, αλλά και στην ίδια την κοινοβουλευτική λειτουργία, που τελεί υπό την κηδεμονία των δανειστών. Κατά τους όρους και τις επιταγές του 3ου Μνημονίου: «Κανένας νόμος δεν θα ψηφιστεί στην Ελληνική Βουλή, αν δεν έχει προηγουμένως εγκριθεί από τους δανειστές», επιταγή που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εφαρμόζεται, δυστυχώς. Ταυτόχρονα, με εντολές και οδηγίες των δανειστών, ρευστοποιείται και σήμερα η δημόσια περιουσία και αφαιρείται η πρώτη κατοικία των πολιτών. Αυτά, σε πείσμα των διακηρύξεων της προηγούμενης Κυβέρνησης ότι «τα Μνημόνια τελείωσαν».
Με αυτό το δεδομένο, είναι σαφές ότι η χώρα μας βρίσκεται και σήμερα υπόδουλη ξένων δυνάμεων, που σφετερίζονται τις εξουσίες που ανήκουν, κατά το Σύνταγμα, στον λαό μας και οικειοποιούνται την περιουσία του και το μέλλον του. Κατά την άποψή μου, σε αυτή την ιστορική και πολιτική συνθήκη, μια Επιτροπή για την Επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 θα είχε νόημα μόνο εάν αναλάμβανε την επιβεβλημένη σκληρή εργασία για την επεξεργασία ενός σχεδίου Νέας Απελευθέρωσης της Χώρας μας από τα δεσμά των Μνημονίων και του παράνομου Χρέους, και κατάκτησης της δημοκρατικής και εθνικής μας κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, σε σύνδεση με το διαχρονικό, αγωνιστικό αίτημα του λαού μας για ιστορική αυτογνωσία και δημοκρατικό αυτοπροσδιορισμό.
Η προσωπική και πολιτική μου θέση είναι ότι τιμούμε τους ήρωες της Επανάστασης και το ιστορικό αυτό γεγονός όταν, με το παράδειγμά μας και τις πράξεις μας, δικαιώνουμε εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελευθερία. Αν το υπέρτατο αυτό αγαθό εγκαταλείπεται, καθίστανται άνευ ουσίας οι πανηγυρικές εκδηλώσεις και οι Επιτροπές.
Η ανάγκη, αλλά και το πατριωτικό και δημοκρατικό καθήκον, απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον Ζυγό των Δανειστών είναι, όπως γνωρίζετε, η θέση που δημόσια και σταθερά εκφράζω σε όλη την πολιτική μου διαδρομή, από κάθε αξίωμα ή ιδιότητα, και που υπηρετεί το πολιτικό κίνημα του οποίου είμαι Επικεφαλής, η Πλεύση Ελευθερίας. Είναι ταυτόχρονα μια θέση που έχουν εκφράσει με πολλούς τρόπους πάμπολλοι πολίτες, πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πολιτικά και δημόσια πρόσωπα.
Από την θέση αυτή πηγάζει επιτακτικά το ερώτημα:
«Θα εορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, χωρίς να αμφισβητήσουμε το σημερινό καθεστώς ανελευθερίας και νέας υποδούλωσης του λαού μας;»
2) Ο σκοπός του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία είναι ακριβώς, όπως δηλώνει και η ονομασία του, η ενίσχυση του Κοινοβουλευτισμού και της Δημοκρατίας. Δυστυχώς, ο πολύ σημαντικός προϋπολογισμός του Ιδρύματος διασπαθίζεται διαχρονικά σε δημόσιες σχέσεις και οικονομική ενίσχυση «ημετέρων», ενώ θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί το θεμέλιο πολύ σημαντικών και πολύτιμων εργασιών για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό, των οποίων να επωφελούνται οι πολίτες και ο ελληνικός λαός. Όπως γνωρίζετε, με την ιδιότητα της πρώην Προέδρου της Βουλής, είμαι Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος. Ωστόσο, μετά το 2015 ουδέποτε προσκλήθηκα σε οποιαδήποτε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος. Κατά συνέπεια, μου είναι απολύτως άγνωστη η διαδικασία με την οποία αποφασίσθηκε η «συνεργασία του Ιδρύματος της Βουλής με την Επιτροπή ΕΛΛΑΔΑ 2021», στην οποία αναφέρεστε στην πρόσκλησή σας, όπως μου είναι απολύτως άγνωστο γενικά πώς διοικείται το Ίδρυμα κατά τα τελευταία 4 χρόνια.
Κατά την παρουσία μου σε 2 Συνεδριάσεις του Δ.Σ. του Ιδρύματος, αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, που ήταν και οι μοναδικές στις οποίες προσκλήθηκα από τον προκάτοχό σας, είχα επισήμως υποβάλει προτάσεις για το αντικείμενο των εργασιών του Ιδρύματος και, ειδικότερα, για την έρευνα για το Δημόσιο Χρέος, τις Γερμανικές Οφειλές, και σειρά θεμάτων που αφορούν τη Δημοκρατία, τη Διαφάνεια, τις Ελευθερίες των πολιτών, την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Καμμία από αυτές τις προτάσεις δεν εξετάσθηκε ούτε απαντήθηκε. Επίσης, είχα αντιταχθεί σθεναρά στη διασπάθιση των χρημάτων του Ιδρύματος σε εξεζητημένους σκοπούς (όπως αγορά χρυσής λίρας για την πίτα των υπαλλήλων) και σε δημόσιες σχέσεις και είχα καταψηφίσει τις σχετικές αποφάσεις. Αντιλαμβάνομαι, φυσικά, τους λόγους για τους οποίους ο προκάτοχός σας Ν. Βούτσης δεν ήθελε την παρουσία μου και εντεύθεν συνάγω ότι προφανώς δεν πραγματοποίησε άλλη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Ιδρύματος. Άλλωστε, ήταν γνωστός και διαβόητος ο εξωθεσμικός και παραθεσμικός τρόπος με τον οποίο διαχειρίσθηκε την θέση του Προέδρου της Βουλής.
Με δεδομένη την πρόσφατη έναρξη της δικής σας θητείας, παρακαλώ να έχω από εσάς μία επίσημη ενημέρωση για την σημερινή κατάσταση του Ιδρύματος της Βουλής.
Επίσης, σας ζητώ τη νόμιμη σύγκληση του Διοικητικού του Συμβουλίου του Ιδρύματος, ώστε να συζητηθεί εκεί, όπως θεσμικά επιβάλλεται, το περιεχόμενο ουσιαστικών πρωτοβουλιών για την προαγωγή του Κοινοβουλευτισμού και της Δημοκρατίας, καθώς και το ζήτημα της συνεργασίας του Ιδρύματος με την υπό σύσταση Επιτροπή «ΕΛΛΑΔΑ 2021».