«Οι Μίμοι» του Ηρώνδα σε σκηνοθεσία Άννας Κοκκίνου επέστρεψαν ξαναδουλεμένοι κι ανανεωμένοι κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Σφενδόνη για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Πρωταγωνιστούν οι Ρηνιώ Κυριαζή, Νίκος Νίκας, Ρίτα Λυτού, Ειρήνη Κουμπαρούλη, Πάρις Λεόντιος και Άννα Κοκκίνου.
Το μαγικό σύμπαν των Μίμων, πιο κοντά στις περιοχές της Νέας Κωμωδίας, έρχεται πληθωρικό και υποκριτικά ακραίο, ν’ αποκαλύψει τις πρώτες ακόμα πηγές της έκφρασης. Με τους ανθρώπινους τύπους του, μαστροπούς, μεσίτρες, δασκάλους, βιοτέχνες, την ατμόσφαιρα της πολιτείας, τον θόρυβο των δρόμων της, τα μαγαζιά, τα δικαστήρια, τα σχολεία και τα κακόφημα σπίτια της. Ένας κόσμος που βρίσκει τρόπους να ευχαριστιέται και να ευχαριστεί, να διασκεδάζει, να επιβιώνει με πονηριά και χάρη, αν και φτωχός και ξεπεσμένος, προσφέροντας στιγμές ακριβής ευφορίας. Γιατί πάντα, σε στιγμές που όλα είναι μπερδεμένα και σκοτεινά, πηγαίνοντας κανείς στις πηγές, αποκομίζει γνώση κι ευχαρίστηση, την οποία ελπίζει απλόχερα να προσφέρει στους άλλους.
Οι μίμοι ήταν σύντομοι θεατρικοί διάλογοι που ζωντάνευαν μυθολογικά επεισόδια ή στιγμιότυπα του καθημερινού βίου. Η δωρική αυτοσχέδια φάρσα ήταν η πρώτη μορφή που είχε η δραματική τέχνη στην Ελλάδα. Με την άνθηση, όμως, της μεγάλης ποιητικής θεατρικής τέχνης στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η εικόνα άλλαξε. Το αυτοσχέδιο θέατρο συγκέντρωσε τα έθιμα και τα θέματά του και μετανάστευσε στις δωρικές αποικίες της Σικελίας. Η λέξη μίμος πρωτακούστηκε εκεί. Ο Ηρώνδας σταδιοδρόμησε στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια και την Κω. Το έργο του ήταν άγνωστο έως το 1889, όταν βρέθηκε ένας παπύρινος κύλινδρος με οχτώ μιμοδράματά του. Βρέθηκε σ’ έναν τάφο στην πόλη Μαιγίρ (Μοίρες) της Αιγύπτου μαζί με μια μούμια. Η ανακάλυψη, μάλιστα, αυτή ενέπνευσε στον Κωνσταντίνο Καβάφη το ποίημά του “Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα” (1892).
Η σκηνοΘέατροέτρια Άννα Κοκκίνου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τους μίμους και την ελαφράδα τους.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Ο Σπύρος Στάβερης δημοσίευσε στο blog του πριν μερικά χρόνια έναν Μίμο του Ηρώνδα. Ενθουσιάστηκα με τη γλώσσα! Όμως, πάντα είχα μια βαθιά κλίση προς τους Μίμους, αυτούς τους θεατρικούς τύπους που αντλούν την υπόστασή τους από έναν “παιδικό”, θα έλεγα, αυτοσαρκασμό. Έτσι και πριν χρόνια, μετά τον Βιζυηνό, είχα οδηγηθεί από την ίδια ανάγκη στη παράσταση του Καραγκιόζη με το έργο του Αντώνη Μόλλα ”Λίγα απ’όλα”, που έχει κάποια σχέση. Τώρα νιώθω πως είμαι πιο ώριμη να εκτιμήσω και να εξορύξω τον τεράστιο υποκριτικό πλούτο που έχει αυτό το είδος.
Στην δεύτερη σεζόν της, τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;
Την επανάληψη την αντιμετωπίζω με μεγάλη λαχτάρα και αδημονία. Πάντα όταν πιάνεις πάλι κάτι που έκανες και το ξαναβλέπεις απ’ την αρχή, ο χρόνος που μεσολάβησε σε κάνει πιο ώριμο, η σχέση σου με το υλικό σου βαθαίνει. Μοιάζει πιο εύπλαστο, πιο δεκτικό, σου ανταποδίδει πράγματα. Έτσι προσπαθήσαμε να εξελίξουμε τις ιστορίες και να βαθύνουμε τη μορφή, να γίνει πιο καθαρή. Τις δυσκολίες μας να τις λειάνουμε. Να ελευθερώσουμε τα εκφραστικά μας μέσα σε αυτό το απαιτητικότατο είδος θεάτρου, για μένα τόσο μεγάλο και πλήρες όσο και η τραγωδία. Και δεν τελειώνει.
Πρόκειται για ένα έργο βγαλμένο από την αρχαία Ελλάδα. Τι αλλαγές κάνατε για να το φέρετε στα σύγχρονα μέτρα;
Τα μικρά αυτά έργα γράφτηκαν απ’ τον Ηρώνδα την ελληνιστική εποχή γύρω στο 270 πχ. Και παρόλο που αναγνωρίζεις στοιχεία της αρχαίας κωμωδίας, υπάρχει ήδη ένας ήχος άλλος που προμηνύει μελλοντικές μορφές της θεατρικής γραφής. Ακούς ήδη τον θόρυβο των μεγάλων πόλεων. Ο Ηρώνδας έζησε κι έγραψε στην Αλεξάνδρεια, εκτός από την Κω που ήταν ο τόπος της καταγωγής του. Νομίζω πως όταν ένα αρχαίο κείμενο το ξεψαχνίσεις έτσι που να το δεις ολόκληρο μπροστά σου και να το αισθανθείς στις λεπτομέρειές του, δεν βρίσκεται μακριά ο τρόπος να το φέρεις στο σήμερα. Από την άλλη είδα πως λειτουργούσε υπέρ, να τονίσουμε και στοιχεία της εποχής του. Θα έλεγα καλύτερα πως τα στοιχεία αυτά ήταν απαραίτητα για να λειτουργήσει ο Μίμος στο σήμερα. Το ξένισμα ήταν απαραίτητο για να μπορέσει να υπάρξει, να εκφραστεί. Να βρει τον χώρο του.
Ο κόσμος των μίμων του τότε, πόσο απέχει απ’ τον σημερινό των ανθρώπων της ρουτίνας;
Φυσικά οι εποχές είναι ασύλληπτα διαφορετικές, όσο και η διαφορά του τώρα με το τότε που ήμαστε παιδιά. Η απόσταση όμως αυτή πιστεύω πως λειτουργεί μέσα στο θέαμα, γίνεται κομμάτι του. Θέλω να πω, πως ο αυτοσαρκασμός που υπάρχει στην ουσία του Μίμου λειτουργεί αντανακλαστικά από μόνος του και για τον σημερινό άνθρωπο της ρουτίνας, όπως λέτε. Ελπίζω να πετυχαίνει η παράσταση να προκαλεί αυτή την εγρήγορση στον θεατή.
Η ελαφράδα που φέρουν τα παθήματα των μίμων, πώς καταλήγει να έχει πολλά επίπεδα;
Α ναι! Γιατί τα παθήματα των Μίμων είναι μεγεθυμένα παθήματα των ανθρώπινων χαρακτήρων, που τα επίπεδα τους είναι άπειρα. Χωρίς την ελαφράδα δεν υπάρχει Μίμος. Η ελαφράδα στον Μίμο είναι σοφία. Είναι η με χάρη παραδοχή της θνητότητάς του. Πώς λοιπόν να μην έχει άπειρα επίπεδα;
Νιώθετε κι εσείς μία μίμος στη σκηνή κι εκτός;
Πώς όχι! Αλίμονο αν δεν ήμασταν! Μέσα στο πανόραμα της ζωής, η μικρή ανθρώπινη προσπάθεια παίρνει τη μεγαλειώδη μορφή του Μίμου που αγωνίζεται για να Υπάρξει.