Αν το Τείχος του Βερολίνου ήταν ακόμα όρθιο, αν η Γερμανία δεν είχε ακόμα επανενωθεί, η Ανγκελα Μέρκελ θα έκανε τώρα το όνειρό της πραγματικότητα: θα είχε πάρει σύνταξη (οι γυναίκες στη ΛΔΓ συνταξιοδοτούνταν στα 60), θα είχε παραλάβει το διαβατήριό της (οι συνταξιούχοι της ΛΔΓ είχαν το δικαίωμα να ταξιδεύουν αφού «ο σοσιαλισμός δεν τους χρειαζόταν πια») και θα πήγαινε στην Αμερική, θα έβλεπε τα Βραχώδη Ορη και θα ταξίδευε με αυτοκίνητο ακούγοντας Μπρους Σπρίνγκστιν: τα είπε η ίδια όλα αυτά σε συνέντευξή της στο Spiegel. Οχι ότι νοσταλγεί φυσικά το Τείχος η καγκελάριος, αντιθέτως τονίζει εμφατικά πως η 9η Νοεμβρίου του 1989 υπήρξε μια πολύ ευτυχής στιγμή στη γερμανική ιστορία. Αναγνωρίζει όμως παράλληλα πως η ζωή για τους Ανατολικογερμανούς «μιας συγκεκριμένης γενιάς» «δεν ήταν πάντα εύκολη» τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως πολλοί Ανατολικογερμανοί θεωρούν ακόμα ότι αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τα οικονομικά (κυρίως) ρήγματα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας παραμένουν – είναι και αυτό ένα από τα αίτια της ανόδου του ακροδεξιού AfD στις ανατολικές περιοχές της χώρας, κι ας προέρχονται πολλοί από τους ηγέτες του από το δυτικό της τμήμα.

«Η ζωή ήταν πιο απλή τότε» λέει χαρακτηριστικά στο Associated Press ο 50χρονος Ματίας Γκέρχουζ, ιδιοκτήτης μιας 65ετούς οικογενειακής παμπ στο Πρετσλάουερ Μπεργκ του Ανατολικού Βερολίνου. «Σήμερα όλα είναι τόσο περίπλοκα που καταρρέεις κάτω από το βάρος τους, και υπάρχουν πάντα νέοι κανονισμοί, νέοι κανόνες. Παλιά δεν υπήρχε ποτέ πρόβλημα με τα χρήματα, τα απαραίτητα υπήρχαν. Σίγουρα, δεν μπορούσες να δεις τον κόσμο, τα τελευταία 30 χρόνια όμως εξακολουθώ να μην έχω δει τον υπόλοιπο κόσμο» προσθέτει. Και εντούτοις, πρόσφατη κυβερνητική έκθεση χαιρέτισε τη γερμανική ενοποίηση ως «ένα εντυπωσιακό success story», με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην πρώην Ανατολική Γερμανία να αυξάνεται από 43% του αντίστοιχου ΑΕΠ της Δυτικής Γερμανίας το 1990 στο 75% το 2018 και την ανεργία στην πρώην Ανατολική Γερμανία να πέφτει από το 18,7% το 2005 στο 6,4% τον Οκτώβριο, λίγο μόνο πάνω από τον γερμανικό μέσο όρο του 5%.

Οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια διαφορετική εικόνα: παρότι ένα 88% των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας βλέπει βελτίωση στις υπηρεσίες και στα αγαθά και ένα 54% θεωρεί πως το βιοτικό του επίπεδο συνολικά έχει βελτιωθεί, ένα 73% νιώθει μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια, ένα 70% θεωρεί ελλιπέστερη την προστασία από την εγκληματικότητα, ένα 60% νιώθει ότι υποεκπροσωπείται στα ανώτερα επιχειρηματικά κλιμάκια και ένα 48% θεωρεί ότι εκπροσωπείται στα ανώτερα πολιτικά κλιμάκια – παρότι έχει ανατολικογερμανίδα καγκελάριο εδώ και 14 χρόνια.

Η ταχεία μετάβαση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, μέσα σε περίπου δύο χρόνια, από μια βιομηχανική οικονομία σε μια οικονομία των υπηρεσιών, η μετακίνηση από το κομμουνιστικό στο καπιταλιστικό σύστημα, η νομισματική ένωση που εφάρμοσε ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ με την Ανατολική Γερμανία υπερτιμώντας σημαντικά το ανατολικογερμανικό μάρκο, η μεγάλη έξοδος νεαρών εργαζομένων στη Δύση που πυροδότησαν όλα αυτά τα σοκ, κάνουν τη γερμανική ενοποίηση «μια αέναη διαδικασία, όχι μια ολοκληρωμένη κατάσταση», όπως αναγνώρισε η ίδια η καγκελάριος σε άλλη της πρόσφατη συνέντευξη.

Υπάρχουν πάντως και οικονομολόγοι όπως ο Στέφαν Λέγκε, που θεωρούν ότι μέρος του προβλήματος είναι ότι οι κάτοικοι των ανατολικών περιοχών συγκρίνουν εαυτούς με την πρώην Δυτική Γερμανία και όχι με την Ευρώπη συνολικά: πρόσφατα στοιχεία, σημειώνει, δείχνουν πως όλα τα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια έχουν πλέον ένα κατά κεφαλήν εισόδημα τουλάχιστον 75% του ευρωπαϊκού μέσου όρου – κάτι που δεν έχει καταφέρει καμία από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες οι οποίες εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004.