Ηταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Κυριακή στη Νέα Υόρκη. Η πόλη ζούσε στον ρυθμό του Μαραθωνίου. Μου είχε κάνει εντύπωση μια γιορτή, από εκείνες που δεν ξέραμε ακόμη στην Αθήνα. Σημαιάκια, σηματάκια, καπελάκια, μπλουζάκια, κονκάρδες. Μια περηφάνια την αισθανθήκαμε σαν Ελληνες, ακόμη περισσότερο μάλιστα όταν καταλάβαμε ότι και οι ξένοι συνέδεαν τον Μαραθώνιο με την Ελλάδα. Δεν γνώριζαν τα της μάχης, αλλά αναφέρονταν στο «that guy» που είχε το σθένος να κάνει, τρέχοντας με όλα τα «σιδερικά» της αρματωσιάς του, αυτήν τη διαδρομή.
Μου έκανε, τότε, εντύπωση που δεν είχαμε κάτι ανάλογο στην Αθήνα. Βεβαια, έτσι όπως τα υπολογίζω τώρα και αφού ο φετινός ήταν ο 37ος, Αυθεντικός πλέον, Μαραθώνιος, είχαμε και παραείχαμε. Μόνο που ήταν ακόμη ένα περιθωριακό γεγονός που ελάχιστους απασχολούσε. Η «μανία με τον Μαραθώνιο» ήταν η «προίκα» που άφησαν οι Ολυμπιακοί του 2004. Τεχνογνωσία και στελέχη που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων.
Και, από τότε, συμμετοχές και ενδιαφέρον άρχισαν να αυξάνονται εντυπωσιακά για να φθάσουμε στα φετινά ρεκόρ. Προκαλώντας, θεωρώ, ένα είδος μαζικού ψυχαναγκασμού εκπορευόμενο από τη ροπή μας στην υπερβολή. Εχουμε, ως λαός, ένα είδος «συμβολολατρείας», αλλά από το πολύ σύμβολο χάσαμε την ουσία του συμβολισμού. Η σέλφι με τη φόρμα και το μπουκαλάκι νερό στο χέρι έγινε το ζητούμενο ακόμη και για όσους μπήκαν στη μία γωνία και βγήκαν στην άλλη. Δεν ξέρω τι μπορεί να τιμά αυτό πέρα από το duck face. Ούτε το σήμα της νίκης από ανθρώπους που δεν έτρεξαν ούτε εκατό μέτρα. Και πολύ περισσότερο δεν καταλαβαίνω το νόημα της αναπαράστασης της μάχης του Μαραθώνα στην προχθεσινή έναρξη. Τέτοια κιτσάτα δρώμενα αποδυναμώνουν τον συμβολισμό. «That guy», ο ανώνυμος δρομέας δηλαδή που έφερε το μήνυμα της νίκης, νομίζω ότι θα έτρεχε με το ίδιος σθένος ακόμη και αν επρόκειτο να αναγγείλει ήττα.