Το περασμένο Σάββατο ο Πρωθυπουργός έσπευσε να δει τους κυβερνητικούς βουλευτές για να τους ηρεμήσει για το Μεταναστευτικό, όπου τους διαβεβαίωσε ότι η μαζική μετακίνηση μεταναστών και προσφύγων από τα νησιά στην ηπειρωτική χώρα έγινε άπαξ και δεν θα επαναληφθεί. Οι βουλευτές όμως, όσο κι αν χειροκροτούν ό,τι τους λένε, δεν είναι παιδάκια. Ξέρουν ότι πρόκειται για υπόσχεση που ούτε μπορεί να δοθεί ούτε, πολύ περισσότερο, να κρατηθεί. Δηλαδή τι θα γίνει; Θα βουλιάξουν τα νησιά που, παρά τις μετακινήσεις, παραμένουν σε κατάσταση έκρηξης; Καθημερινά έρχονται δεκάδες ή εκατοντάδες από τα τουρκικά παράλια. Ας σημειωθεί ότι ουδείς γνωρίζει τελικά τι συμβαίνει μεταξύ αυτών με τους τζιχαντιστές, ή και με πρόσωπα που η Τουρκία «φυτεύει» ανάμεσα στους δύστυχους αυτούς ανθρώπους. Πέραν αυτών, είναι θέμα ελάχιστου χρόνου να επέλθει εκ νέου ασφυξία. Τότε;
Η υπόσχεση αυτή δεν έπρεπε να δοθεί επειδή, πολύ απλά, η τήρησή της δεν εξαρτάται από τον ίδιο. Αν εξαρτάται από κάποιον, αυτός είναι πρόεδρος και λέγεται Ερντογάν. Πέραν αυτού όμως, από τον Πρωθυπουργό δεν εξαρτάται ούτε η στοιχειωδώς επαρκής ενίσχυση των δομών και της ασφάλειας που απαιτείται. Εξαρτάται από τις Βρυξέλλες: όχι μόνο αυτοί έχουν τα λεφτά, αλλά και δικό τους θέμα (θα έπρεπε να) είναι πρωτίστως το τι θα γίνει, αφού όλες αυτές οι ροές δεν κατευθύνονται προς την Ελλάδα αλλά προς την Ευρώπη και απλώς παγιδεύονται εδώ. Ωστόσο ποιος τολμάει στην πτωχευμένη Αθήνα να αγριέψει με την Ευρώπη και να επιχειρήσει να τη θέσει αληθινά μπροστά στις ευθύνες της; Ουδείς. Ούτε πριν έγινε ούτε τώρα θα γίνει. Η Ελλάδα δέχθηκε αδιαμαρτύρητα να κλείσουν τα βορειοδυτικά σύνορά της με τρίτη χώρα με χρήματα χώρας-μέλους της ΕΕ. Και θα αντιδράσει τώρα; Δεν πρόκειται. Δεν αρκεί να ρητορεύεις στους ιθαγενείς ότι «η Ευρώπη δεν έχει πολιτική». Γιατί έχει: κάνει τον βλάκα. Πρέπει να συγκρουστείς γι’ αυτό.
Σαν να μην έφτανε όμως το ίδιο το πραγματικό πρόβλημα, έχουμε πια μπει και στην περιδίνηση μιας εσωτερικής φαγωμάρας που κινδυνεύει να κακοφορμίσει άσχημα. Ξαφνικά, οι μισοί Ελληνες βλέπουν τους άλλους μισούς είτε ως φασίστες είτε ως απάτριδες. Ωστόσο όσο απεχθές είναι το να επιτίθεται κανείς σε τραγικούς ανθρώπους που φτάνουν ξεριζωμένοι απ’ τις πατρίδες τους μη έχοντας πια στον ήλιο μοίρα (εν προκειμένω πρωτίστως οι πρόσφυγες, όχι οι μετανάστες), άλλο τόσο υποκριτικό είναι το να χαρακτηρίζονται συλλήβδην ακροδεξιοί όσοι αγωνιούν για το πώς θα αλλάξει η ζωή τους από την πίεση που ασκεί αυτό το τσουνάμι. Από τη μία, η ανόητη αθλιότητα με τα μπάρμπεκιου και τα συναφή που δεν ταιριάζουν σε πολιτισμένους ανθρώπους. Από την άλλη, το εξόχως υποκριτικό δήθεν περίσσευμα «ανθρωπισμού» και ηθικής υπεροχής διαφόρων που δίνουν απλόχερα από έδρας τις σοφές τους… οδηγίες στον… βάρβαρο ελληνικό λαό. Υπάρχει και η οδός της σοβαρότητας και της αλήθειας την οποία θα έπρεπε οι ακραίοι και των δύο πλευρών να σκεφτούν δυο και τρεις φορές πριν να ρίξουν λάδι σε μια τέτοια φωτιά. Ειδικά δε για τους διαφόρους «προοδευτικούς» κυβερνητικούς και μη πολιτικούς που κουνούν το δάχτυλο, θα περίμενε κανείς να δώσουν πρώτοι οι ίδιοι το καλό παράδειγμα που τόσο το πιστεύουν: ας προτείνουν πρώτα τις Περιφέρειες στις οποίες οι ίδιοι εκλέγονται ως τόπους μετεγκατάστασης και ας μιλήσουν μετά για όλους τους άλλους. Ουδείς το έκανε και ουδείς θα το κάνει. Λοιπόν: επειδή οι συμπληγάδες είναι μπροστά μας, οι εξυπνάδες ας μείνουν, επιτέλους πια, πίσω μας.