Επιστήμονες από την Κίνα και τις ΗΠΑ ανακάλυψαν στη βόρεια Μιανμάρ την αρχαιότερη ένδειξη επικονίασης λουλουδιού από έντομο, η οποία συνέβη πριν τουλάχιστον 99 εκατομμύρια χρόνια, περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια νωρίτερα από ό,τι είχε βρεθεί έως τώρα, σε μια εποχή που πτεροδάκτυλοι πετούσαν ακόμη στους ουρανούς.
Σκαθάρι και κόκκοι στο απολίθωμα
Συγκεκριμένα, το απολίθωμα που ανακαλύφθηκε, περιέχει τόσο το σκαθάρι, όσο και 62 κόκκους γύρης του φυτού που είχαν κολλήσει στα πόδια του εντόμου. Πριν τη νέα ανακάλυψη, η αρχαιότερη ένδειξη επικονίασης ανθοφόρου φυτού από έντομο, προερχόταν από τη μέση Ηώκαινο εποχή πριν περίπου 45 έως 48 εκατομμύρια χρόνια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γουάνγκ Μπο του Ινστιτούτου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας Ναντζίνγκ της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), ανακάλυψαν το απολίθωμα εγκλωβισμένο μέσα σε κεχριμπάρι, βαθιά σε ένα ορυχείο.
Στο ίδιο σημείο είχε παλαιότερα βρεθεί ο πρώτος αμμωνίτης μέσα σε κεχριμπάρι.
Πως επετεύχθη ο εντοπισμός της γύρης
Ο εντοπισμός της γύρης δεν ήταν εύκολος και κατέστη δυνατός χάρη στη χρήση συνεστιακού μικροσκοπίου λέιζερ και οπτικής φωτομικρογραφίας.
Η γύρη προερχόταν πιθανότατα από φυτό της ομοταξίας των Ευδικοτυλήδονων. Το σκαθάρι που έκανε την επικονίαση, ανήκει σε ένα άγνωστο έως τώρα είδος που ονομάσθηκε Angimordella burmitina.
«Είναι τρομερά σπάνιο να βρεθεί τόσο το έντομο όσο και η γύρη διατηρημένα μέσα σε ένα κοινό απολίθωμα», δήλωσε ο ερευνητής Ντέιβιντ Ντίλχερ, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα.
Το μεγαλύτερο μέρος της τροφής των ανθρώπων προέρχεται από αγγειόσπερμα (ανθοφόρα) φυτά, από τα οποία σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον 300.000 γνωστά είδη. Αρκετά από αυτά αυτο-επικονιάζονται, αλλά πάνω από το 90% χρειάζονται επικονίαση από έντομα (ή ζώα και τον άνεμο) για να αναπαραχθούν, κάτι που καθιστά την διαδικασία της επικονίασης πολύ σημαντική για την φύση και την ανθρωπότητα.
Το πότε ακριβώς άρχισε η επικονίαση, παραμένει αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ