Σύνταξη – φιλοδώρημα με περισσότερη δουλειά θα πάρει η γενιά των 300 ευρώ (γεννηθέντες στη δεκαετία του 1990) που καλούνται να «επιβιώσουν» σήμερα σε μια εργασιακή ζούγκλα και με εκτεταμένη μερική απασχόληση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ (Αύγουστος 2019) δείχνουν ότι οι 57 στις 100 νέες θέσεις εργασίας είναι με μερική απασχόληση (300 ευρώ) και οι μισές νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης κάτω των 500 ευρώ! Και φυσικά οι συντάξεις που θα πάρουν είναι φιλοδωρήματα. Οι μεγάλες ανατροπές στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, η έκρηξη της φθηνής απασχόλησης καθώς και οι αλλαγές στην ανταποδοτικότητα εισφορών – συντάξεων που επέφερε ο νόμος Κατρούγκαλου οδηγούν σε συντάξεις-ψίχουλα, σε σημείο μια σύνταξη των 1.000 ευρώ να θεωρείται πλέον ρετιρέ.
Μελέτη του ΟΟΣΑ καταδεικνύει ότι ένα νέο ασφαλιστικό μοντέλο, με περισσότερη δουλειά και μικρότερη σύνταξη για περισσότερα χρόνια, αναμένεται να επικρατήσει για τους πολίτες όχι μόνο της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά σχεδόν όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Ειδικά στην Ελλάδα, οι νέοι ασφαλισμένοι, που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, θα εργαστούν κατά κανόνα για περισσότερα χρόνια, θα συνταξιοδοτηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία από τους γονείς τους, ήτοι στα 62, και θα λάβουν τελικά σημαντικά μικρότερη σύνταξη, που θα αντιστοιχεί στο 53,9% του συντάξιμου μισθού τους. Μάλιστα, τη σημαντικά χαμηλή αυτή σύνταξη θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια και συγκεκριμένα για σχεδόν το 40% της ενήλικης ζωής τους.
Αύξηση ορίων
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, με στόχο την επίτευξη μιας σχετικής ισορροπίας, η Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών, προχώρησε σε λύσεις όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης. Διατηρώντας το σύστημα καθορισμένων παροχών, μείωσε τους συντελεστές συσσώρευσης βάσει των οποίων θεμελιώνονται οι μελλοντικές συνταξιοδοτικές παροχές και άλλαξε τον τρόπο αναπροσαρμογής των βασικών συντάξεων, οι οποίες θα ακολουθούν πλέον όχι τις αυξήσεις μισθών αλλά τον πληθωρισμό.
Με τον τρόπο αυτόν «πέτυχε» την αύξηση της ηλικίας αποχώρησης από την εργασία, από 60 που ίσχυε για τους σημερινούς συνταξιούχους, στα 62, τόσο για όσους συνταξιοδοτηθούν σήμερα όσο και για όσους γεννήθηκαν εντός της δεκαετίας του 1990. Μείωσε επίσης το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων από 70,6% που ίσχυε για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι στο 53,9% για όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον. Ακόμη και για αυτούς που θα λάβουν σύνταξη το επόμενο διάστημα το ποσοστό αναπλήρωσης έχει περιοριστεί στο 62,8% του συντάξιμου μισθού. Ο Οργανισμός επισημαίνει στην έκθεσή του ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται σε αυτές με τις μεγαλύτερες μειώσεις ποσοστών αναπλήρωσης, ακόμα και πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες.
Μάλιστα, τη χαμηλότερη αυτή σύνταξη οι Ελληνες θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια, καθώς αυξήθηκε η περίοδος της ενήλικης ζωής τους που ζουν ως συνταξιούχοι, στο 39,4% της συνολικής ενήλικης ζωής από 36,1% που αντιστοιχεί στη γενιά του 1956 που θα συνταξιοδοτηθεί άμεσα και από 35,6% που αντιστοιχεί στη γενιά των ήδη συνταξιούχων (γεννηθέντες το 1940).
Πάντως το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, ύστερα από 10 χρόνια μνημονιακών περικοπών και παρεμβάσεων που οδήγησαν σε μείωση του επιπέδου των συντάξεων κατά 45% και σωρευτική απώλεια 63 δισ. ευρώ, έχει περιθώρια βελτιωτικών παρεμβάσεων.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας Βασίλης Μπέτσης. Οι δύο επιστήμονες προτείνουν σειρά μόνιμων παρεμβάσεων, όπως η καταβολή της 13ης σύνταξης, ολόκληρης και όχι τμηματικής, αλλά και η βελτίωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τις νέες συντάξεις, προκειμένου το σύστημα να γίνει δικαιότερο και να κλείσει την πόρτα της εισφοροδιαφυγής μέσω της ανασφάλιστης εργασίας. Και μάλιστα, τις προβάλλουν αναλογιστικά έως το 2070, διαπιστώνοντας ότι μπορούν να αποκαταστήσουν σε σημαντικό βαθμό τις συνέπειες των ασκούμενων μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών της περιόδου 2010-2019 χωρίς να υπερβούν το μνημονιακό πλαφόν του 16% του ΑΕΠ των συνταξιοδοτικών δαπανών (κύριων και επικουρικών συντάξεων) το 2070. Επιπλέον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, οι προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις θα συμβάλουν, διά μέσου της αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, των εισοδημάτων και της ζήτησης, σε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 1,25% την περίοδο 2020-2030.