Το Αρσάκειο Μέγαρο στο κέντρο της Αθήνας που φιλοξενεί και τη Στοά του Βιβλίου αλλάζει μορφή και μια γιγαντιαία επένδυση ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ φιλοδοξεί να το μετατρέψει σε έναν από τους πιο επισκέψιμους τουριστικούς προορισμούς στην Πρωτεύουσα. Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και η εταιρεία Legendary Food, υπέγραψαν ττο σχετικό συμβόλαιο συνεργασίας και το πρόγραμμα αξιοποίησης του Αρσακείου Μεγάρου ξεκινάει με εργασίες ανακαίνισης που θα ξεκινήσουν σε δέκα μήνες.
Πρόκειται για την δημιουργία ενός πολυχώρου προώθησης της ελληνικής μεσογειακής διατροφής που θα εκτείνεται σε 11.000 τ.μ., ενώ υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν 500 άμεσες και 5.000 έμμεσες θέσεις εργασίας. Είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο του 2018 διεθνής διαγωνισμός τον οποίο κέρδισε η ετειρεία που θα αναλάβει την αξιοποίηση του χώρου με ετήσιο μίσθωμα 1.2 εκατομμύρια ευρώ. Η συμφωνία μεταξύ των δύο μερών υπογράφτηκε στις 22 Ιουλίου 2019 και προβλέπει ενοικίαση για 37 χρόνια. Έτσι, όπως αναφέρθηκε σε σχετική συνέντευξη τύπου, οι Στοές Βιβλίου και Ορφέως αναμένεται να ανακτήσουν τον κεντρικό ρόλο που είχαν στη ζωή της πρωτεύουσας μέσω της δημιουργίας ενός πολιτισμικού και γαστρονομικού εμπορικού κέντρου.
«Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία είναι πεπεισμένη ότι με αυτή τη συνεργασία επιτυγχάνεται η προβολή του ελληνικού γαστρονομικού πολιτισμού, που κορυφώνεται στην ελληνική μεσογειακή διατροφή με βάση τα προϊόντα της πατρίδας μας» δήλωσε σχετικά ο πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας κ. Γ. Μπαμπινιώτης. «Το Μέγαρο Αρσακείου με αυτή τη δραστηριότητα είναι βέβαιο ότι θα καταστεί και πάλι σημείο αναφοράς με την παλιά του αίγλη και θα βοηθήσει στην αναβάθμιση του κέντρου της πρωτεύουσας. Προς τούτοις η Φ.Ε προσβλέπει στον παιδευτικό και τον πολιτιστικό χαρακτήρα που θα επαναποκτήσει ο χώρος του Αρσακείου Μεγάρου με την επίσκεψη μαθητών οι οποίοι θα ενημερώνονται για τη σημασία των ελληνικών προϊόντων διατροφής. Τέλος, το εισόδημα από το ετήσιο μίσθωμα θα μας βοηθήσει σημαντικά στη χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών δράσεων των σχολείων μας».
Το πρόγραμμα αξιοποίησης του Αρσακείου Μεγάρου περιλαμβάνει την αναδιαμόρφωση της Στοάς Βιβλίου, της Στοάς Ορφέως και του Αίθριου του Αρσακείου, συνολικής έκτασης 11.000 τ.μ., ενώ παραμένουν ως έχουν οι χώροι που μισθώνει από το 1984 το Συμβούλιο της Επικρατείας. Όπως σχεδιάζεται στον γαστρονομικό κόμβο, εκτός από εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα που θα φιλοξενούν γνωστές ελληνικές εταιρείες αλλά και μικρούς Έλληνες παραγωγούς, θα πραγματοποιούνται και εκπαιδευτικές-πολιτιστικές δράσεις, όπως είναι εργαστήρια για τη γευσιγνωσία ελαιόλαδου και κρασιού, μαθήματα από καταξιωμένους σεφ σε μικρά παιδιά και θεματικοί διάλογοι-ανοιχτές συζητήσεις γύρω από την ελληνική διατροφή.
Πιο συγκεκριμένα, το επιχειρηματικό σχέδιο χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη, περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός πολυκαταστήματος που θα προσφέρει τα καλύτερα ελληνικά προϊόντα από όλη τη χώρα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο διέξοδο στην αγορά τους μικρούς παραγωγούς ποιοτικών προϊόντων. Επίσης, προβλέπει τη λειτουργία εστιατορίων και ταχυφαγείων που θα εκφράζουν τη διεθνή τάση «fine fast food», συγκεντρώνοντας στη Στοά όλους τους καλούς Έλληνες σεφ, την ίδρυση Σχολής ελληνικής μαγειρικής, και την κατασκευή ενός e-shop μέσω του οποίου τα ελληνικά προϊόντα θα είναι διαθέσιμα παγκοσμίως.
Μετά την ριζική ανακαίνιση του Αρσακείου Μεγάρου, η οποία βάσει αδειοδοτήσεων αναμένεται να υλοποιηθεί εντός 20 μηνών, θα ξεκινήσει η δεύτερη φάση του επιχειρηματικού σχεδίου με στόχο την επέκταση του πολυχώρου μέσω franchise σε μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Τόκιο. Όπωες ανακοινώθηκε επίσης για να υποστηριχθεί η επέκταση, ένα fund θα επενδύσει στην πρωτογενή παραγωγή με σκοπό να δημιουργηθούν ομάδες παραγωγών που θα χρησιμοποιηθούν βέλτιστες πρακτικές. Η οικονομία κλίμακας που θα προκύψει από τις συνέργειες σε συνδυασμό με την υιοθέτηση αειφόρων πρακτικών θα οδηγήσει στην παραγωγή ανταγωνιστικών και ποιοτικών προϊόντων που θα σέβονται το περιβάλλον και θα αποφέρουν καλό εισόδημα στον παραγωγό. Ύστερα από την ολοκλήρωση και της δεύτερης φάσης, τα ελληνικά προϊόντα θα έχουν μία πρεσβεία που θα τα προωθεί παγκοσμίως και οι εγχώριοι παραγωγοί θα έχουν αποκτήσει μία μόνιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.