Η φίλη μου η Γεωργία άρχισε να δουλεύει παιδί, στα χωράφια της Αργολίδας. Από τη δεκαετία του 1980, όταν πολύ νέα παντρεμένη πια συμμετείχε επί σειρά ετών σαν σκλάβα στη οικογενειακή επιχείρηση· σκλάβα γιατί δεν σήκωνε ποτέ κεφάλι. Μητέρα τριών παιδιών, σήμερα χήρα, έχει φάει αρκετά χαστούκια στη ζωή της (η επιχείρηση δεν υπάρχει πια). Αλλά είναι μαχήτρια, διεκδικήτρια, πεισματάρα, υπερήφανη. Και να που σήμερα έχει ανάγκη να δουλέψει, όχι ανάγκη ζωής και θανάτου γιατί άνθρωποι γύρω της τη φροντίζουν με αγάπη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά την έχει. Ισως να είναι και λίγο ψυχολογικό το θέμα γιατί σε όλη της τη ζωή δεν έκανε και τίποτ’ άλλο. Δούλευε.
Κτυπά πόρτα την πόρτα ζητώντας δουλειά στην Αθήνα μια πόλη που δεν ξέρει καλά αλλά δεν την πειράζει, έχει ο καιρός θα τη μάθει. Πόρτα κτυπάει πόρτα παίρνει. Δεν τη νοιάζει. Επιμένει. Είναι το στοίχημά της και κάτι μου λέει ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρει. ‘Η τουλάχιστον της το εύχομαι γιατί έχει την όρεξη να προσφέρει, αρκεί κάποιος να το προσέξει.
Το πρόβλημα (αναπόφευκτο δυστυχώς) είναι ότι ενώ εμείς ξέρουμε ποιοι είμαστε, δεν το ξέρουν οι άλλοι. Ενώ η φίλη μου ξέρει τις δυνατότητές της, έχει συναίσθηση της ευσυνειδησίας της ακόμα και του πάθους της στην εργασία (δουλεύει από μικρό παιδί επαναλαμβάνω), ο μελλοντικός εργοδότης δεν το ξέρει και δεν είναι και υποχρεωμένος να το ξέρει. Αυτό εν μέρει το καταλαβαίνω.
Αυτό που δεν θα καταλάβω ποτέ, ίσως επειδή ήμουν αρκετά άτυχος ώστε η φύση να με προικίσει με την αρετή της ευγένειας, είναι ο τρόπος αντιμετώπισης. Το να ζητά κάποιος εργασία δεν σημαίνει ότι αυτός που θα κρίνει αν μπορεί ή όχι να την πάρει, πρέπει απαραιτήτως να γίνει και προσβλητικός. Για παράδειγμα, σε μια από τις δουλειές που η φίλη μου κτύπησε την πόρτα, ένα συνοικιακό καφενείο για την ακρίβεια, η απάντηση ήταν «ναι, ξέρετε εμείς θέλουμε υπαλλήλους από 20 χρόνων και κάτω». Α ναι; Τότε γιατί δεν το λέτε στην αγγελία;
Γιατί θα πρέπει να το πείτε κατάμουτρα στον άνθρωπο που έρχεται να σας δει και δεν το λέτε από την αρχή ώστε κανείς από τους δύο να μη σπαταλήσει ούτε τη δική του ώρα αλλά ούτε και του άλλου; Υποψιάζομαι ότι δεν το γράφουν από την αρχή διότι κάπου μέσα τους αντιλαμβάνονται το μέγεθος του σεξισμού που έχει και ντρέπονται οι ίδιοι να το δουν γραμμένο. Ναι, ντρέπονται.
Βάζοντας για λίγο στην άκρη την αγωνία ανθρώπων σαν τη φίλη μου τη Γεωργία, θέλω να σταθώ λίγο παραπάνω στο ζήτημα της ηλικίας. Τι σημαίνει αλήθεια σήμερα ότι κάποιος έχει μεγαλώσει; Ποιος προϋποθέτει και βάση ποίας λογικής ότι ένας άνθρωπος μεγαλύτερος σε ηλικία από άλλους δεν μπορεί να προσφέρει τα ίδια ή και περισσότερα ακόμη και από ένα νεότερό του; Το ότι οι δυνάμεις του είναι λιγότερες; Και πώς το ξέρουμε ότι είναι λιγότερες αν τουλάχιστον δεν τον δοκιμάσουμε;
Λοιπόν φίλες και φίλοι μου σας πληροφορώ ότι η ηλικία δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο πια στο ζήτημα της εργασίας, ιδίως μετά το γονάτισμα πολλών Ελλήνων εξαιτίας της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Τουναντίον θα έλεγα. Το γεγονός ότι η κρίση έκλεισε τόσα σπίτια και τόσες επιχειρήσεις έφερε πάρα πολλούς ανθρώπους στο σημείο να είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν· ακόμα και πράγματα που δεν είχαν ως τότε διανοηθεί ότι μπορούν να κάνουν.
Και αυτό είναι υπέρ του κάθε εργοδότη, όχι κατά. Αρκεί να έχει την ψυχραιμία και τη διορατικότητα που χρειάζεται όταν αντιμετωπίζει για πρώτη φορά κάποιον που δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του. Γιατί ένας καλός εργοδότης, ένας έξυπνος εργοδότης, ένας μάγκας εργοδότης, είναι καλός και έξυπνος και μάγκας επειδή έχει φροντίσει να εξασκήσει και το ένστικτό του ώστε να αντιλαμβάνεται εκ των προτέρων αν ο απέναντί του αξίζει ή όχι.