Από την περασμένη Κυριακή όλη η Ελλάδα μιλάει για τη μεγάλη νίκη του νεαρού τενίστα Στέφανου Τσιτσιπά που κατέκτησε έναν από τους σημαντικότερους τίτλους του αθλήματός του στον κόσμο. Όλη η Ελλάδα, είτε έχει σχέση με αυτό το άθλημα, είτε όχι, νιώθει υπερήφανη και δεν το κρύβει.
Η κοινή γνώμη βλέπει το επίτευγμά του ως πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Ενσωματώνει και εκφράζει την αίσθηση μιας εθνικής δικαίωσης περισσότερο από ό,τι μιας αθλητικής νίκης. Περίπου σαν να νίκησε η Ελλάδα, όχι ο ίδιος. Ή, τουλάχιστον, η Ελλάδα μέσα από εκείνον.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και δεν θα είναι η τελευταία. Οποτεδήποτε έλληνες αθλητές θριαμβεύουν διεθνώς αποθεώνονται ως άτυποι πρεσβευτές της χώρας. Ως εκείνοι που τη βγάζουν ασπροπρόσωπη, που της δίνουν αξία και την καθιστούν αξιοσέβαστη. Οι εικόνες των αθλητών, ιδίως του στίβου, με τις ελληνικές σημαίες στα χέρια γίνονται κάθε φορά αμέσως οι πιο αγαπημένες στην Ελλάδα – όπως άλλωστε συμβαίνει παντού στον κόσμο.
Εδώ όμως υπάρχει κάτι πιο βαθύ από αυτό που φαίνεται. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτές είναι οι μόνες στιγμές που η έκφραση του πατριωτισμού βρίσκει τον δρόμο της προς τη θετική μεγάλη δημοσιότητα χωρίς προσδιορισμούς της μορφής «ακροδεξιά», ή «φασισμός». Μόνον τότε «επιτρέπεται» χωρίς να είναι ύποπτη ότι πίσω της κρύβεται κάτι άλλο, αντιδημοκρατικό, πατριδοκαπηλικό και, τελικά, υποτίθεται, επικίνδυνο.
Η σημαία, όπως και καθετί που εκφράζει τους εθνικούς συμβολισμούς της Ελλάδας, έχει από καιρό «καταδικαστεί» από πολλούς, ιδίως της «επαγγελματικής» Αριστεράς, να γίνεται σεβαστή μόνον στους στίβους και τα γήπεδα. Το να αγαπά κανείς τα εθνικά σύμβολά του είναι περίπου ποινικό αδίκημα, για το οποίο η «ποινή» εκδίδεται με συνοπτικές διαδικασίες: φασίστας.
Πρόκειται για σχιζοφρένεια που δεν βρίσκει κανείς όμοιά της πουθενά, σε Ευρώπη και Αμερική, σε ανατολή ή δύση. Οι ιστορικές ρίζες αυτού του φαινομένου είναι γνωστές: η χούντα και, πιο πριν, τα μετεμφυλιακά χρόνια
. Τότε που οι έννοιες πατριωτισμός και δημοκρατία βρέθηκαν σε ευθεία μεταξύ τους σύγκρουση, είτε πραγματική, είτε τεχνητή και ύπουλη. Ηταν μια τραγωδία, που όμως έχει μείνει πια πίσω μας εδώ και δεκάδες χρόνια. Πρέπει κάποτε να ξεπεραστούν και τα απόνερά της. Δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζει ακόμα και σήμερα την κυρίαρχη αντίληψη μιας κοινωνίας στη σχέση με τον ίδιο της τον εαυτό. Και δεν θα το έκανε αν δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί που επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν ασταμάτητα σε αυτό, είτε εκ του πονηρού, είτε από συνήθεια.
Σήμερα που οι αληθινοί κίνδυνοι για την Ελλάδα έχουν καταστεί οξύτεροι από ποτέ, η ίδια η κοινωνία «φωνάζει» ότι θέλει να ξεφύγει πια από όλα αυτά. Γι’ αυτό και αναζητά, σε κάθε ευκαιρία, τρόπο να εκφράσει τον πατριωτισμό της.
Γι’ αυτό και συχνά η ταύτιση μιας αθλητικής ή άλλης νίκης με την έννοια της πατρίδας φτάνει στην υπερβολή. Είναι η αποσυμπίεση ενός ιδεολογικού καταναγκασμού, μιας άκαιρης, άδικης, επικίνδυνης ενοχοποίησης που η κοινωνία δεν αντέχει πια. Οσοι «χαρίζουν» τα εθνικά σύμβολα της χώρας στην Ακρα Δεξιά και στον υφέρποντα φασισμό, πρέπει να σκεφτούν πόσο μεγάλη χάρη κάνουν σε εκείνον και στους εκφραστές του. Και πόση ζημιά στην Ελλάδα. Αν είναι ειλικρινείς πρέπει να μην το θέλουν. Πρέπει να σταματήσουν να στοχοθετούν και να εκχωρούν επιπόλαια τον πατριωτισμό.