Για τους Έλληνες, κινηματογραφόφιλους, θεατρόφιλους και μη, υπήρξε ένα αυθεντικά λαϊκό ίνδαλμα, ένας μάγκας βγαλμένος από τις λασπωμένες αλάνες και τις δυσκολίες της ζωής, των αγώνων και της αγάπης.
Ο Γιώργος Φούντας δεν ήταν ωραίος -με την έννοια του ζεν πρεμιέ-, δεν ήταν σταρ, αλλά είχε αυτό το χάρισμα να κερδίζει το θεατή, να ταυτίζεται με τις αγωνίες του, τους καθημερινούς αγώνες του, την καλοσύνη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φούντας κέρδισε την εκτίμηση και το χειροκρότημα ακόμη και στους κόντρα ρόλους, σε ταινίες που υποδύεται τον «κακό» της ιστορίας, χωρίς παράλληλα να χάνει και αυτήν την πολύτιμη σχέση αγάπης και στενής σχέσης με το λαϊκό αίσθημα.
Είναι ο Μίλτος, ο ποδοσφαιριστής που ζει για το σήμερα, στην περίφημη «Στέλλα», ο «Ψαρόγιαννος», ο ήρωας της «Μαγικής Πόλης», αλλά και ο σκληρός νταβατζής στα «Κόκκινα Φανάρια».
Πάντα άψογος, θα μεταφέρει τον ηλεκτρισμό, αυτό το νεύρο που διαθέτει εκ φύσεως, θα δώσει ψυχή και αναπνοή στους χαρακτήρες και θα τους κάνει αλησμόνητους.
Πέρασαν κιόλας εννέα χρόνια από το θάνατό του. Ήταν στις 28 Νοεμβρίου του 2010. Σε ηλικία 86 ετών λυτρωνόταν από ένα μαρτύριο, καθώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Ας θυμηθούμε όμως καλύτερα τις σημαντικότερες στιγμές της καλλιτεχνικής του διαδρομής και της ζωής του.
Από το Μαυρολιθάρι στη «Μαύρη Γη»
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1924 στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας.
Παιδί ακόμη ήρθε στην Αθήνα, μαζί με την πολυμελή οικογένειά του.
Εγκαταστάθηκαν στη Ριζούπολη, στα όρια με τη Νέα Φιλαδέλφεια. Τελειώνοντας το Δημοτικό άρχισε να δουλεύει στο γαλατάδικο του πατέρα του στο Ψυρρή.
Φοιτά σε νυχτερινό σχολείο, παίζει ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ και μποξ, όπου εκτονώνει το νεύρο του.
Ο κινηματογράφος τον μαγεύει. Θα λάβει μέρος στα δοκιμαστικά της ταινίας «Χειροκροτήματα» (1943) που γύρισε ο Γιώργος Τζαβέλλας και θα πάρει ένα μικρό ρόλο.
Θα μπει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη, και θα κάνει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο θέατρο «Περοκέ» στο έργο «Νυφιάτικο Τραγούδι» του Νότη Περγιάλη, ενώ στη συνέχεια θα συνεργαστεί στο θίασο της Κυρίας Κατερίνας.
Από εκεί θα τον τσιμπήσει ο Φρίξος Ηλιάδης και θα του δώσει ένα καλό ρόλο στην ταινία του «Νεκρή Πολιτεία», ένα εξαιρετικό δράμα, που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών (η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε στο κορυφαίο ευρωπαϊκό φεστιβάλ) και άνοιξε το δρόμο στην πρωταγωνίστρια Ειρήνη Παππά.
Το 1952 θα πρωταγωνιστήσει στο νεορεαλιστικό δράμα του μαρξιστή Στέλιου Τατασόπουλου «Μαύρη Γη», στο ρόλο ενός σμυριδωρύχου, που δεν μπορούσε να παντρευτεί το κορίτσι που αγαπούσε, εξαιτίας της φτώχειας του.
Όπως είχε πει κάποια στιγμή ο Τατασόπουλος «ήταν η προσωποποίηση του ρωμαίικου φιλότιμου αυτός ο ηθοποιός. Το λαϊκό παλικάρι που μπορούσε να είναι καλόκαρδο και εξαιρετικά άγριο ταυτόχρονα».
Το 1954 θα πρωταγωνιστήσει στη «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, ένα συμπαθές δράμα που μιλούσε για την απόγνωση των απόκληρων ενός τενεκεδομαχαλά και του έδωσε άλλη αξία ο Γιώργος Φούντας.
Η ώρα της «Στέλλας»
Έχοντας αποκτήσει την αναγνώριση και κατακτήσει την αγάπη του κοινού, ο Μιχάλης Κακογιάννης θα τον επιλέξει για να παίξει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη στην κλασική «Στέλλα», μια ταινία που θα σημαδέψει και τους δυο πρωταγωνιστές.
Ήταν το 1955, όταν η Ελλάδα, πληγωμένη από τον πόλεμο, την Κατοχή και ίσως περισσότερο απ’ τον Εμφύλιο, περνούσε ακόμη πολύ δύσκολες στιγμές.
Η υπόθεση της ταινίας (σενάριο Ιάκωβος Καμπανέλλης) θα διχάσει την ελληνική κριτική και θα βρεθεί στο στόχαστρο της Αριστεράς.
Ηρωίδα της ιστορίας είναι ένα ελεύθερο πνεύμα, η Στέλλα, μια λαϊκή τραγουδίστρια, που έχει σχέση με ένα γόνο πλούσιας οικογένειας, αλλά θα τον αφήσει υποκύπτοντας στο πάθος και την άγρια γοητεία του Μίλτου, ενός ποδοσφαιριστή που τον λατρεύει ο κόσμος.
Είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει και στο θάνατο, αλλά όχι στις συμβάσεις που απαιτεί ο κοινωνικός περίγυρος.
Η σχέση τους θα έχει το πιο άσχημο τέλος, το θάνατό της, καθώς ο Μίλτος της λέει «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι», κι εκείνη πέφτει πάνω στο μαχαίρι.
Ιδιαίτερα καλογυρισμένη ταινία, πετυχημένη αποτύπωση της εποχής και υπέροχα σκηνικά από τον Γιάννη Τσαρούχη, ωραία λαϊκά τραγούδια από τον Μάνο Χατζιδάκι («Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», «Εφτά τραγούδια θα σου πω»).
Η ταινία, πάντως, διακρίθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1956, ήταν το φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, όπως και η Μελίνα για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, τα οποία όμως πήγαν αλλού, ενώ αποτέλεσε και την επίσημη ελληνική υποβολή για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Έπαιζαν, επίσης, Αλέκος Αλεξανδράκης, Βούλα Ζουμπουλάκη, Σοφία Βέμπο, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Χριστίνα Καλογερίκου.
Παραλίγο Τζέιμς Μποντ
Το 1956 θα συμμετάσχει στο αξιομνημόνευτο φιλμ του Βασίλη Γεωργιάδη «Οι Άσοι των Γηπέδων» και στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» και πάλι του Κακογιάννη, ενώ το 1960 θα συναντηθεί και πάλι με τη Μελίνα στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, μια ακόμη επιτυχία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, αλλά και του Χατζιδάκι, που θα κερδίσει το Όσκαρ μουσικής.
Ο Γιώργος Φούντας, έχοντας στο ενεργητικό του και τη «Στέλλα», θα αρχίσει να δέχεται προτάσεις από το εξωτερικό.
Μάλιστα, θα του προτείνουν και το ρόλο του Τζέιμς Μποντ, όταν οι παραγωγοί δοκίμαζαν ηθοποιούς, μετά την αποχώρηση του Σον Κόνερι.
Θα φθάσει πολύ κοντά στο να είναι ο νέος 007, αλλά τα Αγγλικά στάθηκαν εμπόδιο, καθώς είπε στους παραγωγούς ότι δε θα προλάβαινε να τα μάθει μέσα σε λίγους μήνες.
Πραγματικά άγνωστο τι θα σήμαινε για τον ελληνικό κινηματογράφο και τον ίδιον αν προχωρούσε η συνεργασία για τον Τζέιμς Μποντ, αλλά εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία μιας τέτοιας προοπτικής, όταν και μόνο η ολιγόλεπτη συμμετοχή ενός ηθοποιού στο μακροβιότερο κινηματογραφικό φραντσάιζ είναι λόγος για να απογειωθεί η καριέρα του.
Από τα Κόκκινα Φανάρια στη… λυγερόκορμη
Το 1963 θα είναι μια ξεχωριστή χρονιά για τον Γιώργο Φούντα. Θα πρωταγωνιστήσει στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ένα δυνατό κοινωνικό δράμα που μιλά για τον κόσμο της Τρούμπας, μια ταινία που θα φθάσει μια ανάσα από το Όσκαρ της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά θα χάσει εύλογα από το αριστουργηματικό «Οκτώμισι» του Φελίνι.
Και μπορεί ο Γιώργος Φούντας να χάνει ακόμη μία διάκριση, αλλά κερδίζει την καρδιά της πανέμορφης λυγερόκορμης χορεύτριας και μόνιμης παρτενέρ του Μανόλη Καστρινού, Χρυσούλας Ζώκα.
Ο κεραυνοβόλος έρωτάς τους θα τους στείλει στην εκκλησία και στο δεύτερο γάμο του ηθοποιού.
Μαζί θα αποκτήσουν ένα γιο, ενώ προηγουμένως είχε ακόμη δύο παιδιά από τον πρώτο του γάμο.
Το 1964 θα παίξει ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στον «Αλέξη Ζορμπά» του Κακογιάννη, ενώ θα πρωταγωνιστήσει και στον «Κράχτη».
Τον επόμενο χρόνο θα παίξει στην ενδιαφέρουσα ταινία για την κατοχή «Με τη Λάμψη στα Μάτια», στον «Ψαρόγιαννο» και στην κοινωνική περιπέτεια «Πυρετός στην Άσφαλτο», δυο ταινίες που θα του χαρίσουν και τα βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η καλλιτεχνική του παρακαταθήκη σημαντική, που συνδυάζεται και με τη στάση του στη ζωή, κάτι που εκτιμήθηκε ακόμη και απ’ αυτούς που βρέθηκαν απέναντί του.
Αν είχε κατέβει για βουλευτής θα είχε εκλεγεί πανηγυρικά.
Πάντα δίπλα στο λαό, απέφυγε να μπει σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκε και γι’ αυτό παρέμεινε απλώς ένας από τους πολλούς αγωνιστές για μια καλύτερη Ελλάδα και θαυμαστής του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με την πτώση του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου θα αραιώσει και τις εμφανίσεις του, ενώ μπήκε και στη μικρή οθόνη μέσα από μετρημένες στα δάχτυλα επιλογές.
Έξοχος στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και στον «Αργαλειό του Φεγγαριού».
Με τη σεμνότητα που τον διέκρινε, σιγά- σιγά θα αποσυρθεί και θα αφιερωθεί στην οικογένειά του, τους φίλους του, τους απλούς ανθρώπους. Εκεί όπου ανήκε πάντα…
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)