Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε να καλύψει το γυμνό του σώμα, ανακάλυψε τα ρούχα. Εκείνος που τα άλλαξε κάνοντάς τα πιο ευκολοφόρετα και όμορφα, εφηύρε τη μόδα. Μετά, υπήρξαν κι εκείνοι που αποφάσισαν να συνδέσουν το όνομά τους με συγκεκριμένες δημιουργίες, ανοίγοντας τον δρόμο, ουσιαστικά, για την υψηλή ραπτική.
Κάπως έτσι γεννήθηκαν και οι μεγάλοι οίκοι μόδας των αρχών του 19ου αιώνα: Chanel, Saint Laurent, Rykiel, Lacroix, Gaultier. Γύρω τους, οργανώθηκε ένας μυστικός κόσμος υψηλής παραγωγής με αυστηρή ιεραρχία και τεχνογνωσία.
Στην πορεία των δεκαετιών, ακολουθώντας τις εξελίξεις της ιστορίας και τις τεχνολογικές καινοτομίες, οι φόρμες άλλαξαν όμως και η ομορφιά της γυναικείας σιλουέτας δεν σταμάτησε ποτέ να τιμάται.
Αυτό το σύμπαν που είναι συχνά ματαιόδοξο και ακριβό αλλά πάντα ενδιαφέρον ζωντανεύει στις σελίδες του βιβλίου «Le Bouquin de la mode» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Robert Lafford στη Γαλλία.
Ο ιστορικός μόδας και επιμελητής εκθέσεων Ολιβιέ Σαγιάρ σε συνεργασία με μια ομάδα συγγραφέων ετοίμασε έναν τόμο 1.300 σελίδων για την ιστορία της μόδας, με πολλά ανέκδοτα περιστατικά, αφορισμούς και αφετηρία τα λογοτεχνικά κείμενα.
«Πολλοί τάφοι ήταν ανοιχτοί. Tάφοι ταυρομάχων με το κοστούμι τους, στρατηγών με τη στολή τους, ιερέων, φοιτητών, αστών σημαντικών νέων γυναικών πλούσιων οικογενειών. Σε έναν από αυτούς, ήταν μία θαμμένη με ένα μπουκάλι άρωμα στο χέρι.
Ο Λουίς Εσκομπάρ της αφιερώνει αργότερα ένα ποίημα με τίτλο “Σε μια πολύ όμορφη κυρία με την επωνυμία Maria Concecion ELOLA”» γράφει, για παράδειγμα, ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε στο «Κρυφό ημερολόγιο 1941 – 1944».
Τα κείμενα
Στην πρωτότυπη έκδοση η ιστορία της μόδας αναδεικνύεται με ιστορίες από την εποχή του Καρλομάγνου και φτάνει στο παρόν , τότε που ο Ντέμνα Γκβασάλια ανέλαβε τον οίκο Balenciaga. Στην επιλογή των κειμένων θίγονται ζητήματα όπως η επίδραση στην οικονομία των εργαζόμενων γυναικών στον τομέα της ραπτικής, η «δικτατορία» του ποδιού που ήταν καθοριστικός παράγοντας της χειραφέτησης των κυριών, η σχέση της μόδας με τα μουσεία, ο ρόλος των μοντέλων και η συμβολή των περιοδικών μόδας που προσέφεραν ένα ποιητικό αλφάβητο για τις διαφορετικές περιοχές του χώρου.
«Εχθές βράδυ φορούσε πολύ έντονο κόκκινο κραγιόν και μάλλον όχι αρκετά ενδύματα. Σε μία γυναίκα αυτό είναι πάντα ένδειξη απόγνωσης» αναφέρει ο Οσκαρ Ουάιλντ στο «Ενας ιδανικός σύζυγος».
Το ιδιαίτερο στοιχείο της έκδοσης είναι πως μολονότι μιλάει για σχέδια, χρώματα και κοψίματα δεν περιλαμβάνει ούτε μία φωτογραφία για να τα αναδείξει. «Συχνά τα βιβλία μόδας είναι μεγάλα και με φωτογραφίες για να διαβάζονται σε ένα τραπέζι.
Ήθελα αυτό να είναι κάτι που μπορείτε να διαβάσετε στο κρεβάτι» επισημαίνει ο επιμελητής. Ο Σαγιάρ προτίμησε να συμπεριλάβει στο βιβλίο κείμενα για τη μόδα που έχουν γράψει ερευνητές, συγγραφείς, επιμελητές, σχεδιαστές όπως οι Ισέι Μιγιάκε και Μαρτέν Μαρζελά.
Οι ιδιαίτερες αυτές προσωπικές οπτικές δένουν στο βιβλίο με αποσπάσματα από έργα γνωστών λογοτεχνών όπως Εμίλ Ζολά, Σαρλ Μποντλέρ, Οσκαρ Ουάιλντ, Γερτρούδη Στάιν, Ζαν Κοκτό, Κολέτ.
Το βιβλίο με το μαύρο εξώφυλλο εικονογραφημένο από τον Κριστιάν Λακρουά, ο οποίος σκιτσάρισε ένα φόρεμα Azzedine Alaia, έχει ως αφετηρία τους στίχους του γάλλου ποιητή Τεοντόρ Αγκριπά ντ’Ομπινιέ του 14ου αιώνα: «Για νέα εμφάνιση, θα φορέσει όλη την ημέρα / αυτό το τερατώδες παλτό, όπως η αγάπη του».
Συνεχίζει με μία περιγραφή από τον «Γαργαντούα» τού Φρανσουά Ραμπελέ για τις σόλες των παπουτσιών αυτού του γίγαντα που φτιάχτηκαν από έντεκα εκατοντάδες δέρματα καφέ αγελάδας. Και από τα πιο ερεθιστικά σημεία είναι οι περιγραφές για τα κοντά και εφαρμοστά κοστούμια που φορούσαν τον 14ο αιώνα οι υπηρέτριες στα κάστρα και συχνά έφταναν μέχρι τα οπίσθια. Οπως έσκυβαν για να υπηρετήσουν τους άρχοντές τους, έβγαζαν στη φόρα όλα τα κάλλη τους, φανερώνοντας παράλληλα τις προθέσεις τους.