Στα Λύκεια το Brexit αποτελεί πλέον ένα από τα θέματα στην Εκθεση. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται ότι η Βρετανία απομακρύνεται από την Ευρώπη, σχεδόν την αποστρέφεται, αναζητούν τις αιτίες σε μια μεγαλομανία που εξακολουθεί να διακατέχει τους Βρετανούς από την παλαιά αυτοκρατορική Αγγλία και τους πλούσιους αιώνες της αποικιοκρατίας, αλλά για την επόμενη ημέρα δεν έχουν να γράψουν πολλά.
Οι αιτίες της μεταστροφής της βρετανικής κοινής γνώμης που, έστω με μια οριακή πλειοψηφία, «θέλει πίσω τη χώρα της», προφανώς είναι περισσότερες – και επηρεάζουν κυρίως τα λαϊκά στρώματα και τους μη προνομιούχους και όχι τους αριστοκράτες. Σε αντίθεση με τα σχολεία, ωστόσο, σε αρκετά γραφεία της Αθήνας, πολιτικά και επιχειρηματικά, αναζητούν ήδη τη μεγάλη εικόνα που θα διαμορφωθεί στο δυτικό ημισφαίριο, όχι μόνον μέσα από τη βρετανική έξοδο, αλλά και μέσα από τις μεταβολές που συντελούνται στις ΗΠΑ. Τι σηματοδοτεί για τον κόσμο και την Ευρώπη ένα νέο δυτικό μοντέλο που μπορεί να αρχίσει να αναδύεται σε δύο εβδομάδες με μία θριαμβευτική επικράτηση του Μπόρις Τζόνσον και, σε έναν χρόνο, με μία άνετη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ; Σε δύο χρόνια από σήμερα, πώς θα διαμορφώνονται οι ισορροπίες στην παγκόσμια σκακιέρα – και πώς θα πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα;
Η συζήτηση για όσα έρχονται έχει φουντώσει και στο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου αντιλαμβάνονται ότι οι τριγμοί στον γαλλογερμανικό άξονα για το ΝΑΤΟ έχουν μεγαλύτερο βάθος και δεν υπαγορεύονται από τη διαχρονική δυσανεξία που προκαλεί στο Ελιζέ η Βορειοατλαντική Συμμαχία. Ο Μακρόν δεν αποφάσισε ξαφνικά να κινηθεί στα χνάρια του Ντε Γκολ γιατί οραματίζεται μια διαδρομή αντίστοιχη του στρατηγού, αλλά κυρίως επειδή διαβλέπει ότι το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο. Με τους Βρετανούς να επιστρέφουν στο νησί τους και τους Αμερικανούς να συνεχίζουν ακόμη για τέσσερα χρόνια την πολιτική της ενδοσκόπησης που επιλέγει ο Τραμπ, το Παρίσι κινείται με τη βεβαιότητα ότι το παγκόσμιο σκηνικό θα είναι ακόμη πιο ρευστό και οι αλλαγές μεγάλες.
Το Βερολίνο από την πλευρά του δεν εμφανίζεται έτοιμο να αναλάβει νέους ρόλους και διαφορετικές ευθύνες – και θα προτιμούσε τα πράγματα να κινηθούν αργά. Και στις δύο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σχεδόν προεξοφλούν ότι Ουάσιγκτον και Λονδίνο θα έρθουν πιο κοντά, όχι μόνον επειδή θα λειτουργήσει το αγγλοσαξονικό DNA, αλλά και επειδή οι αλλοπρόσαλλοι ηγέτες τους σχεδόν αναγκαστικά θα συμπορευθούν. Η ηπειρωτική Ευρώπη σταδιακά θα αναγκαστεί να αποκτήσει μια νέα δική της ταυτότητα – και η προοπτική της αλλαγής δεν προκαλεί πάντοτε και σε όλους ενθουσιασμό.
Μπροστά σε αυτό το άδηλο σκηνικό, σπεύδουν όλοι να βρουν την καλύτερη θέση – όχι μόνο στον δυτικό κόσμο, αλλά και στη γραμμή Μόσχας – Πεκίνου. Το ίδιο συμβαίνει και στον άξονα Αθήνας – Τουρκίας, έστω κι αν όλοι θεωρούν ότι είναι πρόωρο να ποντάρουν σε μια ριζική αλλαγή. Αν ο αγγλοσαξονικός δεσμός αποδειχθεί ότι έχει μεγάλες αντοχές και κινηθεί σε μια λογική οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας, τότε η Ευρώπη θα αρχίσει να γίνεται ανταγωνιστής και στην πορεία αντίπαλος. Ισως μοιάζει παράδοξο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά ο λαϊκισμός μπορεί να διεθνοποιηθεί, ενισχύοντας και τις εθνικιστικές τάσεις.
Ουάσιγκτον και Λονδίνο θα επενδύουν σε μια καταναλωτική ευημερία, προσδοκώντας να δικαιωθεί η νέα πολιτική τους – στα μάτια πρώτα των πολιτών τους και κατόπιν του υπόλοιπου κόσμου. Και η Ευρώπη ίσως επιστρέψει στις ρίζες της, τουλάχιστον εκείνες που δημιούργησε μεταπολεμικά, για να αντισταθεί και να ξεχωρίσει. Το κοινωνικό κράτος ήταν η δική της συνταγή και διαμόρφωσε τη δική της ταυτότητα στα χρόνια που λειτουργούσε με το πνεύμα μιας κοινότητας που μεγάλωνε. Οι βρετανικές κάλπες της 12ης Δεκεμβρίου δεν είναι ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση, μπορεί να αποδειχθεί μια νέα αρχή.