Αρμένιοι, Βιετναμέζοι και Σύροι. Ρώσοι, Τούρκοι, Σέρβοι και Ρουμάνοι. Κύπριοι αλλά και Μικρασιάτες μετά το ’22, Κρήτες κυνηγημένοι στις επαναστάσεις του 1866-1869, Αιγυπτιώτες Ελληνες και ομογενείς του Κονγκό τη δεκαετία του ’60: Η λίστα των προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα δεν έχει τέλος. Η έλευσή τους γέννησε εντάσεις αλλά και αλληλεγγύη συμβάλλοντας στον κοινωνικό μετασχηματισμό της χώρας και αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα.
Φως σε πτυχές αυτού του φαινομένου, των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από το 1821 ως το 1989, επιχειρεί να ρίξει μια ενδιαφέρουσα επιστημονική δουλειά του Κέντρου Ερευνας Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Οι ερευνητές που ανέλαβαν το έργο δημιούργησαν ύστερα από 18 μήνες δουλειάς ένα ηλεκτρονικό ανθολόγιο (http://refugeesingreece.gr) στο οποίο περιλαμβάνονται 200 σπάνια τεκμήρια – φωτογραφίες, άρθρα εφημερίδων, βασιλικά διατάγματα και επιστολές, μαρτυρίες και λογοτεχνικά αποσπάσματα, καταστατικά σωματείων και πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής – αρχεία που φυλάσσονται σε φορείς της χώρας και σκιαγραφούν την ιστορία των προσφύγων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτών των 168 χρόνων.
Ανάμεσά τους μπορεί κάποιος να βρει ένα άρθρο για την οικονομική βοήθεια που πρόσφεραν οι καπνεργάτες της Δράμας σε βορειοηπειρώτες πρόσφυγες μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, επιστολές κατοίκων της Νάξου για αντιπαραθέσεις τους με τους κρήτες πρόσφυγες το 1827, άρθρο του Κώστα Ουράνη – ενδεικτικό των στερεοτύπων της εποχής – για τις Μικρασιάτισσες που έφτασαν στην Αθήνα, κινηματογραφημένο υλικό που απεικονίζει σέρβους πρόσφυγες, πρώην στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να συμμετέχουν σε έργα στη Θεσσαλονίκη, άρθρα για τους εκτοπισμένους Σύρους που έφτασαν στην Αθήνα το 1860, πληροφορίες για την απεργία πείνας των τούρκων πολιτικών προσφύγων στο στρατόπεδο του Λαυρίου το 1981, μια αφήγηση του Μάρκου Βαμβακάρη για την πρώτη προσφυγική αυτοσχέδια εγκατάσταση στη Δραπετσώνα αλλά και φωτογραφίες με προσφυγικούς καταυλισμούς μέσα στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και δίπλα στον ναό του Ηφαίστου.
Επίσης, ένα βασιλικό διάταγμα παραχώρησης οικοπέδων σε χίους πρόσφυγες του 1835, φωτογραφία ενός ομαδικού γάμου από τον προσφυγικό συνοικισμό Παγκρατίου στο Ζάππειο Μέγαρο το 1923, τοπογραφικά διαγράμματα καταυλισμών στην Καλαμάτα, καταγραφή ιταλών προσφύγων από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, πληροφορίες για την αυτοοργάνωση των αιγυπτιωτών προσφύγων του ’61, στοιχεία για τους εκτοπισμένους του Εμφυλίου, άρθρα για την άφιξη ανήλικων προσφυγόπουλων από την Κύπρο το 1974 αλλά και πρακτικά της Βουλής για παροχή ασύλου σε οικογένειες προσφύγων από το Βιετνάμ και την Υεμένη το 1986…
Το υλικό είναι τεράστιο. «Οι ιστορικοί έχουμε πάντα το παρόν στο μυαλό μας όταν ξεκινούμε μία έρευνα, το παρόν είναι, άλλωστε, αυτό που μας θέτει και τα ερωτήματα που απευθύνουμε στις πηγές. Σε αυτήν την περίπτωση θέλαμε να δούμε αν το Προσφυγικό, πέρα από το ’22 που είναι πιο γνωστό, έχει παρελθόν στην Ελλάδα. Πράγματι διαπιστώθηκε μεγάλη ποικιλία ως προς την εθνική ή θρησκευτική προέλευση των προσφύγων, ως προς το πού εγκαταστάθηκαν, ως προς τις σχέσεις που είχαν με τους γηγενείς», λέει στα «ΝΕΑ» η Λίνα Βεντούρα, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου η οποία είναι επιστημονική υπεύθυνος του έργου μαζί με τον Δημήτρη Δημητρόπουλο, διευθυντή ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
«Το υλικό που παρουσιάζεται είναι ενδεικτικό, το υλικό είναι τεράστιο. Πρέπει, όμως, να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν έχει γίνει συστηματική αναζήτηση των αρχείων για τους πρόσφυγες ούτε καν για το 1922. Υπάρχουν πάρα πολλές πηγές που δεν έχουν καν εντοπιστεί», συνεχίζει και προσθέτει: «Θεωρούμε ότι αυτό το ανθολόγιο που χρηματοδοτήθηκε από το Ιδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς αλλά και για το ευρύ κοινό καθώς είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά». Στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι ερευνητές του ΕΙΕ Στέφανος Βαμιερδάκης και Ελένη Κυραμαργιού και ο ιστορικός Κώστας Λούκος.