Τρεις κατηγορίες ασφαλισμένων και συνταξιούχων κύριων συντάξεων – οι οποίοι έχουν πάνω από 30 συντάξιμα έτη – θα είναι οι κερδισμένοι με το νέο Ασφαλιστικό. Την ίδια ώρα επιστημονική μελέτη οδηγείται στο συμπέρασμα ότι έως και το 20% των εισφορών που έχουν καταβάλει στη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου χάνουν οι υψηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα με τα σημερινά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων.
Οι τρεις κατηγορίες οι οποίες θα ευνοηθούν με την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης των συντάξεων – ενώ θα πάρουν και αναδρομικά – είναι οι εξής:
α) Οσοι συνταξιοδοτηθούν από την ψήφιση του νόμου και μετά (Ιανουάριος 2020) και θα έχουν υπολογισμό σύνταξης με καλύτερους συντελεστές ανταποδοτικής σύνταξης.
β) Οσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί από 13/5/2016 ως και την ψήφιση του νέου νόμου που θα έχουν επανυπολογισμό της κύριας σύνταξης με τους νέους συντελεστές και θα πάρουν την επιπλέον διαφορά που θα προκύψει αναδρομικά από 4 Οκτωβρίου 2019.
γ) Ο παλιοί συνταξιούχοι που είχαν ήδη επανυπολογισμό με τα παλιά ποσοστά του νόμου Κατρούγκαλου και τώρα θα έχουν εκ νέου υπολογισμό της σύνταξης με καλύτερους συντελεστές.
Επισημαίνεται ότι οι νέοι συνταξιούχοι, των οποίων η σύνταξη υπολογίστηκε με βάση τα νέα, αντισυνταγματικά πλέον, ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου, εκτιμώνται σε περίπου 110.000. Σε αυτούς, από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης (4/10/2019) θα πρέπει να εφαρμοστούν νέα, αναλογικότερα και δικαιότερα ποσοστά αναπλήρωσης.
Οι δικαστές του Συμβουλίου Επικρατείας προσδιόρισαν την αντισυνταγματικότητα κυρίως στις μεγάλες συντάξεις και στους συνταξιούχους που έχουν πολλά χρόνια εργαστεί και φθάνουν στο ανώτατο πλαφόν αναπλήρωσης 46,8% για 42 χρόνια ασφάλισης. Με την απόφαση ανοίγει ο δρόμος για αυξήσεις στους συντελεστές αναπλήρωσης προκειμένου να ενισχυθεί η ανταποδοτική σχέση εισφορών – παροχών. Κομβικό σημείο των αποφάσεων αποτελεί η επισήμανση ότι δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Το δικαστήριο χάραξε «κόκκινη γραμμή» όσον αφορά την αναδρομικότητα της ισχύος των αποφάσεων, κρίνοντας ότι οι συνέπειές τους πρέπει να αρχίσουν από την ημέρα της δημοσίευσής τους (4/10/2019).
Είναι αξιοσημείωτο ότι σήμερα η ανταποδοτικότητα είναι στο 46,80% για 42 χρόνια ασφάλισης, δηλαδή δεν φτάνει ούτε στο μισό του συντάξιμου μισθού. Στον αντίποδα υπάρχουν ασφαλισμένοι με λιγότερα έτη ασφάλισης και χαμηλές αποδοχές, οι οποίοι μπορούν να πετύχουν ποσοστό αναπλήρωσης άνω του 107% του μισθού τους λαμβάνοντας και την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ.
Τονίζεται ότι στο προωθούμενο ασφαλιστικό νομοσχέδιο θα περιλαμβάνεται αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης για όσους εργάζονται για περισσότερα από 30 έτη, προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η εν λόγω αύξηση, που θα επηρεάσει εκατοντάδες χιλιάδες συντάξεις – παλαιές, νέες και εκκρεμείς -, θα έχει αναδρομική ημερομηνία έναρξης στις 4 Οκτωβρίου 2019.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», το σενάριο που επιλέγεται είναι να αυξηθούν οι σημερινοί συντελεστές του νόμου Κατρούγκαλου κατά 8%-10% μετά τα 30 έτη ασφάλισης, όπου και παρατηρούνται οι μεγαλύτερες μειώσεις συντάξεων ανεξαρτήτως μισθού, σε σχέση με τα ποσά συντάξεων πριν από τον Νόμο 4387/2016. Η αύξηση θα είναι κλιμακωτή όσο αυξάνονται τα συντάξιμα έτη. Δηλαδή το κέρδος από τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης θα κλιμακώνεται όσο προστίθενται έτη πληρωμένων εισφορών πάνω από την 30ετία, με την ανταποδοτικότητα να φτάνει για 40ετία στα επίπεδα του 50%, έναντι 42,80% σήμερα.
Μελέτη για τις εισφορές
Την ίδια ώρα, μελέτη του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και του υποψήφιου διδάκτορα Βασίλη Μπέτση αποδεικνύει ότι έως και το 20% των εισφορών που έχουν καταβάλει στη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου χάνουν οι υψηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα με τα σημερινά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων.
Οι μισθωτοί εκτός Δημοσίου, που πληρώνουν εισφορές για 14 μισθούς, και ειδικότερα όσοι ανήκουν στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, αναδεικνύονται στους αδικημένους του ισχύοντος Ασφαλιστικού, καθώς, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία, χάνουν προοδευτικά και ανάλογα με το ύψος του μισθού τους έως και 20 λεπτά για κάθε 1 ευρώ που εισφέρουν στο σύστημα.
Χαρακτηριστικό είναι πως οι πλέον υψηλόμισθοι θα λάβουν πίσω με τους σημερινούς συντελεστές ως σύνταξη 0,79 ευρώ για κάθε 1 ευρώ που έχουν καταβάλει στο Ασφαλιστικό ως εισφορά σύνταξης.
Η υποανταποδοτικότητα ξεκινά να κλιμακώνεται από τα 30 χρόνια ασφάλισης και πάνω για όσους έχουν αποδοχές πάνω από τον μέσο μισθό, ο οποίος, σύμφωνα με τον ΕΦΚΑ, κυμάνθηκε τον περασμένο Απρίλιο στα 1.170 ευρώ μεικτά.
Και ενώ είναι θεμιτό τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα να εισφέρουν και για τις συντάξεις των χαμηλόμισθων, στο πλαίσιο της λεγόμενης «αρχής της επιχορήγησης στην κοινωνική ασφάλιση», φαίνεται πως αυτό συμβαίνει για ορισμένες κατηγορίες υπέρμετρα στο πλαίσιο του νόμου Κατρούγκαλου. Αρκεί να αναφερθεί πως η ανταποδοτική σύνταξη δεν φτάνει στο 50% ανταπόδοσης στη 40ετία.
Μαζί με την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ και για 40 χρόνια ασφάλισης η ανταπόδοση μειώνεται προοδευτικά όσο αυξάνεται ο συντάξιμος μισθός: 96% για 750 ευρώ, 87,4% για 900 ευρώ, 76,8% για 1.200 ευρώ.
Συνεπώς, όσο αυξάνονται οι μηνιαίες αποδοχές πάνω από τον μέσο μισθό, τόσο περισσότερο πέφτει η συνολική αναπλήρωση της σύνταξης κάτω από το 80% – όριο που θεωρείται από τους ειδικούς πως κινείται εντός του πεδίου της αρχής της επιχορήγησης. Αντίθετα, αναλογικότητα εισφορών και παροχών επιτυγχάνεται στο σύστημα για τους μη μισθωτούς, δηλαδή για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολουμένους και αγρότες, μετά τη μείωση των εισφορών τους από 20% σε 13,33% το 2019.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Ρομπόλη – Μπέτση, αυτή η μείωση των εισφορών οδηγεί σε πλήρη αναλογικότητα εισφορών και παροχών, χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργεί έλλειμμα στο σύστημα.