Αν κάτι απαιτείται έπειτα και από την συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν την προηγούμενη εβδομάδα στο Λονδίνο, αυτό είναι ο εθνικός αναστοχασμός.
Η συνάντηση από μόνη της συνιστά την αρχή μίας ανατροπής. Είχε προαναγγελθεί έτσι.
Επρόκειτο να συζητηθεί όλο το φάσμα εκδηλώσεων της τουρκικής προκλητικότητας. Ασχέτως του αν κάτι τέτοιο είναι ενδεδειγμένο – υπό όρους και προϋποθέσεις θα μπορούσε να είναι – πρόκειται για μία σημαντική αλλαγή. Οι υψηλότατες αντιπροσωπείες των δύο χωρών κάθησαν σε ένα τραπέζι και προφανώς συζήτησαν για πράγματα που έως τώρα δεν συζητητούσαν σε τέτοιο επίπεδο.
Εχει επιβληθεί εκ των συνθηκών στην Ανατολική Μεσόγειο, αν όχι κάπως αλλιώς.
Οι εικόνες, οι πληροφορίες και τα όσα επακολούθησαν, φανερώνουν ότι ήταν μία δύσκολη συνάντηση. Αγνωστο αν είναι η πρώτη από μία σειρά επόμενων και δυσκολότερων συναντήσεων, πάντως είναι κάτι νέο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όλα τα βήματα στο εξής πρέπει να είναι προσεκτικά, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα οφείλει να αναζητήσει και να αποφασίσει ποιες συμμαχίες θα επιδιώξει και θα αξιοποιήσει, όποιες και αν είναι αυτές θα πρέπει να έχουν κοινά και συμπίτοντα συμφέροντα και η πολιτική διαχείριση θα πρέπει να είναι διαφορετική από ό,τι ήταν έως και σήμερα.
Αυτό περιλαμβάνει και τις καθημερινές πρακτικές:
Την συζήτηση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων, πολιτικών αρχηγών και πολιτειακών παραγόντων.
Τον καθορισμό εθνικών στόχων και επιδιώξεων και, προφανώς, της στρατηγικής και της τακτικής για την επίτευξή τους.
Επιπροσθέτως δε και τα όσα λέγονται σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα.
Υπό αυτήν την έννοια, προξένησε εντύπωση μία αποκάλυψη του υπουργού Εθνικής Αμυνας, Ν. Παναγιωτόπουλου το πρωί της Κυριακής.
Ενώ η τουρκική προκλητικότητα κλιμακωνόταν έπειτα από την συνάντηση κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας, με τις ανακοινώσεις του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και την προσωπική επίθεση κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε από το… τακτικό τηλεοπτικό βήμα των υπουργών της κυβέρνησης κατά τα Σαββατοκύριακα, ότι ο τούρκος πρόεδρος είπε στην ελληνική διπλωματική αποστολή «να μη χτυπάμε πολύ τα χέρια στο τραπέζι».
Κοινώς, ο κ. Παναγιωτόπουλος μας ενημέρωσε ότι ο Ερντογάν μάλωσε την ελληνική αποστολή. Δεν έγινε γνωστό ποια ήταν η συνέχεια. Αν δηλαδή σταμάτησαν να χτυπάνε τα χέρια στο τραπέζι, αν του είπαν κάτι άλλο ή αν έγινε κάποια άλλου είδους εξήγηση…
Θα μπορούσε κάποιος και να απορήσει για ποιον λόγο να χτυπάει μία τέτοιου επιπέδου αποστολή τα χέρια στο τραπέζι σε μία τέτοια συζήτηση. Ή για το τι είναι διατεθειμένη να κάνει αφότου έχει χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, ενώ ο συνομιλητής της αλωνίζει στην Ανατολική Μεσόγειο ή εν πάση περιπτώσει διεκδικεί το δικαίωμά του να αλωνίζει.
Αντί για αυτά, απαιτείται προφανώς ένας άλλος σχεδιασμός. Η Τουρκία έχει τον δικό της και κατά τα φαινόμενα τον υπηρετεί πιστά.
Καλό θα είναι να έχουμε και εμείς έναν αντίστοιχο και κατάλληλο σχεδιασμό.
Και αν είναι να χτυπάμε τα χέρια στο τραπέζι, να μην δεχόμαστε και συστάσεις…