Εχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από το πρωινό της 1ης Φεβρουαρίου 2015 όταν ο αφρισμένος Αραχθος αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή οι δύο όχθες του να πάψουν να ενώνονται γκρεμίζοντας το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, αυτό της Πλάκας (διατηρητέο μνημείο από το 1972). Από την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, το γεφύρι-σύμβολο για τα Τζουμέρκα στέκει ξανά υπερήφανο στη θέση του χάρη στη συμβολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και των αρχιτεκτόνων Χρήστου Ηλιόπουλου και Αλέξανδρου Παπακωστόπουλου.
Η αναστήλωση ικανοποίησε ένα πάγιο αίτημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, που είδαν από τη μια στιγμή στην άλλη να χάνεται – εν πολλοίς λόγω της αδιαφορίας της πολιτείας για την επαρκή συντήρησή του προτού συμβεί το κακό – ένα τοπόσημο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της Ηπείρου αλλά και της νεότερης Ελλάδας συνολικά, αφού τη δεκαετία του 1880 αποτελούσε συνοριακό πέρασμα προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ πλησίον του υπεγράφη το 1944 η ειρηνευτική συμφωνία Πλάκας – Μυρόφυλλου μεταξύ των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ παρουσία εκπροσώπων των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων.
Πριν από πέντε ημέρες, λοιπόν, τοποθετήθηκε και ο τελευταίος θολίτης, η πέτρα δηλαδή που δένει τις δύο πλευρές του τόξου, της καμάρας, η οποία άρχισε να ξαναχτίζεται παράλληλα και από τα δύο βάθρα, με τον Χρήστο Ηλιόπουλο να εξηγεί πώς η τοποθέτηση του θολίτη «κλειδώνει» το έργο, καθώς και ότι τα καλούπια θα παραμείνουν για έναν μήνα μέχρι να δέσουν τα υλικά.
Δοκιμή του έργου
Καλωσορίζοντας το νέο γεφύρι της Πλάκας που συνδέει τα Τζουμέρκα με τον κόσμο, «κάποτε πραγματικά, σήμερα συμβολικά», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σπύρος Μαντάς, δημιουργός του Αρχείου Γεφυριών Ηπειρώτικων και πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, σημειώνει στα «ΝΕΑ» πως «όπως έλεγαν οι παλιοί μαστόροι, τούτο το χρονικό διάστημα στο οποίο η όλη κατασκευή “σφίγγει”, ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο, συνιστούσε τη “δοκιμή” του έργου και μόνο τότε – αν όλα αποδεικνύονταν σωστά – εισέπρατταν την τελευταία δόση, γινόταν η εξόφληση» (170.000 οθωμανικά γρόσια είχε κοστίσει).
«Στις μέρες μας βέβαια η τεχνολογία μπορεί να εγγυάται προκαταβολικά και έτσι αξίζουν συγχαρητήρια στους μαστόρους που κοπίασαν, στους επιστήμονες, αρχιτέκτονες και μηχανικούς, που σχεδίασαν, αλλά και στην πολιτεία που κράτησε επιτέλους τον λόγο της και χρηματοδότησε γενναία – άλλωστε μεγάλο ποσοστό ευθύνης τη βάρυνε για την καταστροφή του γεφυριού. Το ίδιο καλείται να πράξει και για τα γεφύρια που δεν χρειάζονται επανακατασκευή, αλλά απλά συντήρηση» συνεχίζει ο ίδιος κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για άλλα στολίδια της λαϊκής ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής που κινδυνεύουν να έχουν τη μοίρα του πολυτραγουδισμένου (όσο και της Αρτας) γεφυριού της Πλάκας.
Αναφερόμενος, μάλιστα, στο έργο καθαυτό, ο Σπύρος Μαντάς τονίζει πως έκανε πάντα εντύπωση μια ιδιαιτερότητα του γεφυριού, που την ένιωθαν όσοι το διάβαιναν και η οποία συζητήθηκε από τους ειδικούς της μελέτης και της επανακατασκευής ως κάτι το ασυνήθιστο: «Μιλώ για την “κούρμπα” που υπήρχε στην κορύφωση του τόξου, ένα μικρότερο τόξο δηλαδή πάνω στο μεγάλο. Νομίζω πως δεν ήταν εξαρχής έτσι, αλλά σε μια μεταγενέστερη επισκευή (που δεν καταγράφηκε) πήρε αυτή τη μορφή. Αποδεικνύεται από την παλαιότερη σωζόμενη φωτογραφία του γεφυριού, τραβηγμένη το 1901, και βρέθηκε στο αρχείο του τελευταίου οθωμανού σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’, αφού το γεφύρι έστεκε τότε πάνω στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Στην τωρινή ανακατασκευή νομίζω πως θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Αλλά και τα στηθαία ήταν εντελώς διαφορετικά».
Εξάλλου, ο επί 35ετία μελετητής των παραδοσιακών πετρογέφυρων επισημαίνει ότι «ένα μνημείο προϋποθέτει μνήμη», κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της νέας κατασκευής, όμως, καταλήγει, αυτή η «λεπτομέρεια» φαντάζει ασήμαντη μπρος στη χαρά των κατοίκων της περιοχής και των εμπλεκόμενων φορέων που είδαν να ολοκληρώνεται ένα πρωτοποριακό για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα έργο.