Έχει γραφτεί πολλές φορές αλλά επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά.
Η Τουρκία με όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της εξακολουθεί να μπορεί να έχει μια συνεπή και συνεκτική πολιτική.
Τι κάνει η Τουρκία εδώ και χρόνια;
Έχει ένα σύνολο αξιώσεων για το Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Αξιώσεων που μπορεί να μην συμφωνούν με το διεθνές δίκαιο, αλλά αντιστοιχούν σε αυτό που θεωρεί δίκαιο για τον εαυτό της.
Αυτές τις αξιώσεις δεν τις εγκαταλείπει αλλά διαρκώς τις επαναφέρει.
Και όποτε μπορεί διαμορφώνει μικρά τετελεσμένα.
Γιατί ξέρει ότι έτσι, όταν όντως καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα μπορεί να κερδίσει περισσότερα.
Μπορεί όχι όλα, αλλά σίγουρα δεν θα βγει χαμένη.
Την πολιτική αυτή την προωθεί εδώ και δεκαετίες.
Συμφωνούν σε αυτή διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις.
Την γνωρίζουν οι διπλωμάτες και οι στρατιωτικές.
Οι διαφορετικές αποχρώσεις περιορίζονται στους ρυθμούς και στα μέσα, αλλά η ουσία δεν αλλάζει.
Και αυτό κάνει και τώρα.
Ξέρει ότι δεν θα πάρει όλα όσα ζητάει στη Μεσόγειο.
Όμως, ξέρει και ότι εάν επιμείνει και δημιουργήσει τετελεσμένα θα πάρει περισσότερα.
Γι’ αυτό και αναζητά «παράθυρα ευκαιρίας» και τα εκμεταλλεύεται.
Π.χ. ξέρει ότι στον εμφύλιο στη Λιβύη υπάρχει μια αδύναμη αλλά διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση, πάει και την προσεταιρίζεται.
Και όταν έρχεται η ώρα αυτό αποδίδει.
Και τώρα, έστω και με μικρή ισχύ ως προς το διεθνές δίκαιο, η Τουρκία έχει να χαρτί, υπογεγραμμένο από δύο χώρες που της δίνει μεγάλο μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και δυνητικής ΑΟΖ.
Εμείς τι κάνουμε;
Αντιδρούμε, μαζεύουμε καταδικαστικές δηλώσεις χωρίς πραγματική ισχύ, «διεθνοποιούμε» το θέμα και κατά βάση κάνουμε κλασική κομματική αντιπαράθεση.
Χωρίς να έχουμε πραγματικό σχέδιο.
Το αποτέλεσμα είναι να παρελαύνουν στα κανάλια από τη μια επαγγελματίες «τουρκοφάγοι» έτοιμοι να ηγηθούν της νέας πολεμικής εποποιίας, χωρίς φυσικά να λένε ποιο θα είναι το τίμημα, σε ζωές και υποδομές, και από την άλλη επαγγελματίες του «ρεαλισμού» που δεν μπορούν να δείξουν πως τα κλασικά διπλωματικά μέσα μπορούν να κάνουν την Τουρκία να αλλάξει στάση.
Και μέσα σε αυτό το τοπίο, επί της ουσίας καμία πραγματική εθνική συνεννόηση.
Η ελληνική κοινωνία απαιτεί από την κυβέρνηση αλλά και από το πολιτικό σύστημα στο συγκεκριμένο θέμα να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας και να πείσει την κοινωνία ότι υπάρχει ένα σχέδιο.
Εάν όντως εκτιμούν ότι δεν μπορούμε να πάμε σε μια «θερμή» αντιπαράθεση για αυτά τα ζητήματα, γιατί οι συνέπειες θα είναι τραγικές, ας το πουν έτσι με ειλικρίνεια.
Εάν πιστεύουν ότι χρειάζεται να διεκδικήσουμε τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό και να πάμε σε διαπραγμάτευση, ας πάνε αλλά με αποφασιστικότητα και ενότητα στην από εδώ μεριά.
Και ας εξηγήσουν στην κοινωνία γιατί αυτό είναι καλύτερο από τον πόλεμο.
Και σε αυτή τη βάση ας αναζητήσουμε συμμαχίες, μοχλούς πίεσης, ισχυρά σημεία, επιχειρήματα, συσχετισμούς.
Μεθοδικά και με δικές μας πρωτοβουλίες.
Αλλά όχι άλλες επιδείξεις δήθεν μαγκιάς, δηλώσεις ότι θα τους τσακίσουμε κ.λπ., διαβεβαιώσεις περί της διεθνούς κοινότητας που θα καθαρίσει για εμάς και συμμάχων που θα παρέμβουν (αλλά όλο κάτι συμβαίνει και δεν το κάνουν…) και γενικά μιας αντιμετώπισης του θέματος με όρους επικοινωνιακούς και όχι στρατηγικούς.
Κοινώς μια φορά, έστω και σε μια δύσκολη στιγμή, ας δείξουμε ότι μπορούμε να έχουμε ένα σχέδιο.