Επί τέσσερα χρόνια η τιμή του χρυσού παρέμενε λίγο πολύ στα ίδια επίπεδα με σχετικά περιορισμένα περιθώρια κέρδους για τους επενδυτές. Στις αρχές του 2019 όμως η τιμή του ευγενούς μετάλλου άρχισε να παίρνει και πάλι την ανιούσα με αύξηση 15% φθάνοντας το Σεπτέμβριο τα 1.557 δολάρια ανά ουγγιά και το Δεκέμβριο στα 1.460. Ειδικοί εκτιμούν ότι η τάση θα συνεχιστεί και το 2020.
Ο Τόρστεν Πολάιτ, επικεφαλής οικονομολόγος της Degussa Goldhandel, αποδίδει τη σημαντική αύξηση της τιμής του χρυσού στη χαλαρή νομισματική πολιτική πολλών κεντρικών τραπεζών. Η απόφαση της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο να ενισχύσει το πρόγραμμα μαζικής αγοράς ομολόγων διέλυσε και τις τελευταίες ελπίδες των επενδυτών για μια βραχυπρόθεσμη αύξηση των βασικών επιτοκίων.
Στις πρώτες θέσεις αγοράς χρυσού η τουρκική κεντρική τράπεζα
Τους τελευταίους μήνες οι εταιρίες εμπορίας χρυσού καταγράφουν αυξημένη ζήτηση για ράβδους χρυσού, νομίσματα ή επενδυτικά κεφάλαια ETF. Ο έμπορος ευγενών μετάλλων Αλεξάντερ Τσούμπφε από τον οίκο Heraeus δηλώνει ότι η ζήτηση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων ετών και προβλέπει ότι το ενδιαφέρον για χρυσό θα παραμείνει και στο επόμενο διάστημα μεγάλο, λόγω της ανησυχίας για ενδεχόμενες αρνητικές οικονομικές εξελίξεις, τις επιπτώσεις του Brexit ή έναν πιθανό εμπορικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.
Η συνεχής άνοδος των τιμών οφείλεται εν πολλοίς και στις κεντρικές τράπεζες που αγοράζουν μαζικά χρυσό στις αγορές. Σύμφωνα με στοιχεία του συνδέσμου World Gold Council (WGC) τους πρώτους εννέα μήνες του 2019 οι τράπεζες προμηθεύθηκαν σχεδόν 550 τόνους χρυσού, κάτι που αντιστοιχεί σε αύξηση 12% σε σχέση με την περασμένη χρονιά.
Είναι κυρίως οι κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων οικονομιών, οι οποίες με την αγορά χρυσού επιδιώκουν να περιορίσουν την εξάρτησή τους από το αμερικανικό δολάριο. Τις μεγαλύτερες αγορές χρυσού φέτος πραγματοποίησε πάντως η ρωσική κεντρική τράπεζα, στη δεύτερη θέση ακολουθεί η κινεζική, ενώ στις πρώτες θέσεις για το 2019 ανήκει και η τουρκική κεντρική τράπεζα. Τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού ωστόσο κατέχουν η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα και η γερμανική Μπούντεσμπανκ.
Πηγή: Deutsche Welle