Προϋπολογισμός 2020. Ξεκίνησε χθες η πενθήμερη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού 2020, που προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ, από το 2,2% που καταγράφηκε σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το πρώτο εννεάμηνο του 2019, στο 2,8% το 2020, μείωση της ανεργίας και επίτευξη των στόχων των πλεονασμάτων.
Ένας προϋπολογισμός που, όπως αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας στην εισηγητική του έκθεση, «κτίζει τις βάσεις για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας των τελευταίων ετών, δηλαδή το αναπτυξιακό και επενδυτικό κενό που διατηρεί την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σταθερά στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πλευράς επενδύσεων και στην πρώτη θέση σε ό,τι αφορά τα ποσοστά ανεργίας».
Πότε όμως καταρτίστηκαν οι πρώτοι προϋπολογισμοί του ελληνικού κράτους; Το 1828 η χώρα, λαβωμένη μετά την Επανάσταση, αρχίζει να συγκροτεί την κρατική της υπόσταση. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έφθανε, τον Ιανουάριο του 1828, σε μια χώρα ρημαγμένη, έχοντας ως ένα από τα πρώτα του μελήματα την ανασυγκρότηση των δημοσίων οικονομικών. Ποια όμως ήταν τα δημόσια οικονομικά εκείνης της εποχής;
«Όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουν εις το Ταμείον, αλλά ούτε Ταμείον υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ»
Ο τότε «επί της επικράτειας Γραμματεύς της Οικονομίας» Π.Ν. Λιδωρίκης έγραφε: «Όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουν εις το Ταμείον, αλλά ούτε Ταμείον υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ».
Στο χρονικό του «Ελληνικός Όρθρος» ο συγγραφέας Θ. Πετσάλης-Διομήδης περιγράφει παραστατικά μια συνάντηση του Καποδίστρια με το Μίνιστρο της Οικονομίας. Ο Καποδίστριας ζητά προτάσεις. Ο Μίνιστρος απαντά ότι πρέπει να διοριστεί επιτροπή, να εξετάσει, να προτείνει. Η απάντηση του Καποδίστρια, όπως την ιστορεί ο Πετσάλης-Διομήδης, είναι χαρακτηριστική και πάντα επίκαιρη: «Οι επιτροπές και η προσωρινότητα κατέστρεψαν την Ελλάδα».
Ο Καποδίστριας βιάζεται. Μελετάει, εξετάζει τα υπάρχοντα στοιχεία, σκέφτεται στο μοναχικό του δωμάτιο στο Ναύπλιο πώς θα βρεθούν οι αναγκαίοι πόροι για την ανόρθωση της χώρας.
«Η Ελλάς», έγραφε ο Καποδίστριας, «είναι σήμερον τόπος έρημος, τον οποίον μακρά σειρά δυστυχιών κατέστησε σχεδόν άγονον».
Ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα για τον Καποδίστρια» μάς μεταφέρει αυτά τα λόγια του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας: «Ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνά και εις τα σπήλαια, το δημόσιο είναι πλακωμένο από δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος…»
Ο Καποδίστριας είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στον εσωτερικό δημόσιο δανεισμό. Ιδρύει την Εθνική Χρηματιστηριακή Τράπεζα, με σκοπό να καταβάλλουν σε αυτήν «οι ευκατάστατοι πολίτες επί εκδόσει εντόκων ομολογιών προς 8%».
Ιδρύει επίσης το Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιερώνει το Φοίνικα ως εθνική νομισματική μονάδα, που υποδιαιρείται σε 100 λεπτά.
Τα τρία χρόνια που κυβέρνησε την Ελλάδα ο Καποδίστριας προσπάθησε να χτυπήσει τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος, προστάτεψε την εθνική γη και επιδίωξε την αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Ο καθηγητής Α. Ανδρεάδης, σε μια αναφορά του για τη δημοσιονομική πολιτική του Καποδίστρια, γράφει ότι «κατανοούσε άριστα την ζωτικήν σημασία καλής δημόσιας οικονομίας και επάλαισε πλέον πάντος άλλου, όπως προικίσει την Ελλάδα με τοιαύτην».
Η πρώτη καταγραφή των δημοσίων εσόδων έγινε από τον Καποδίστρια για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1828 έως τις 30 Απριλίου 1829, από την οποία προέκυψε ότι τα έσοδα κάλυπταν μόνο τα 2/3 των εξόδων.
Ο προϋπολογισμός συντάχθηκε από τον Καποδίστρια για την περίοδο 1 Μαΐου 1829 έως 30 Απριλίου 1830.
Ο προϋπολογισμός αυτός καταγράφεται στο έργο του καθηγητή Φρειδερίκου Τιρς που εκδόθηκε το 1833 με τίτλο «Η Ελλάδα του Καποδίστρια».
Ο προϋπολογισμός υποβάλλεται στην Δ’ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στο Άργος, και στη συνοδευτική έκθεση αναφέρεται «δι’ αυστηροτάτης οικονομίας» πρέπει να καταβληθεί κάθε φροντίδα για να περιοριστεί το έλλειμμα.
«Τα έσοδα ως προς τα έξοδα δεν είναι το ουδέν»
Για την ιστορία, αναφέρεται ότι ο πρώτος προϋπολογισμός που συντάχθηκε μέχρι την έλευση του Καποδίστρια ήταν τον Απρίλιο του 1823, για τη σύνταξη του οποίου συστήθηκε επιτροπή από έξι πολιτικούς και έξι στρατιωτικούς, η οποία κλήθηκε να παραδώσει τον παραδώσει μέσα σε μερικές μόνον ημέρες.
Η προσπάθεια δεν ήταν εύκολη, με αποτέλεσμα η επιτροπή, όπως αναφέρει ο Ελευθέριος Σκιαδάς, να διευρυνθεί με νέα μέλη, μεταξύ των οποίων ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. «Τα έσοδα ως προς τα έξοδα δεν είναι το ουδέν» ήταν η πρώτη διαπίστωση της έκθεσης.
Όπως αναφέρεται στην ιστορική αναφορά του κ. Σκιαδά: «Στη συνέχεια (τα μέλη της Επιτροπής) επισήμαιναν ότι όσο και αν αυξάνονταν τα έσοδα με πιέσεις στις αγωνιζόμενες ελληνικές επαρχίες «δεν θέλει εξισάσουν ποτέ με τα έξοδα, χωρίς να ληφθώσιν άλλα μέτρα παρά του Έθνους».
Ως έσοδα αποτιμούνταν οι προσφορές των διαφόρων τόπων σε λάδι, κρασί, χαρούπια, σταφίδες, φρούτα κ.λπ.
Όσο για τα έξοδα, «πλησιάζομεν εις την αλήθειαν», έγραφαν οι σπουδαίοι εκείνοι άνδρες που έπρεπε να υπολογίσουν από τα τσαρούχια και το ψωμί των ανδρών, τριακόσια δράμια στον καθέναν, μέχρι την ποσότητα κρασιού ή ρακής για τον καθένα. Πάντως, η τελική «σούμα», όπως αποκαλούσαν το αποτέλεσμα, εμφανίστηκε ισοσκελισμένη στα 12.846.220 γρόσια.
Μεταξύ του πρώτου επίσημου προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού που συντάχθηκε από τον Καποδίστρια πέρασε μία πενταετία (1824-1828).
Δύο σχεδόν αιώνες ύστερα από εκείνους τους προϋπολογισμούς, η χώρα μας, έχοντας βγει από μια δεκαετή οικονομική κρίση που είχε ως αποτελέσματα να χαθεί το 25% σχεδόν του ΑΕΠ, έχει πλέον πρωτογενή πλεονάσματα.
Διαχρονικά όμως ζητήματα, όπως τα φορολογικά και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, εξακολουθούν να βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο της συζήτησης όλων των προϋπολογισμών.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)