Στα ζητήματα που προκύπτουν από την επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου που εισήχθη με εκπρόθεσμη τροπολογία χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη θεσμική διαβούλευση, και τα οποία έχουν μείζονα σημασία, όχι μόνο για τον δικηγορικό κόσμο, αλλά ευρύτερα για την κοινωνία, καθώς οδηγούν σε υπέρμετρη επιβάρυνση όλων των πολιτών, που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός.
Η επίμαχη διάταξη θέτει, όπως είπε, ζητήματα συνταγματικότητας, αφού περιορίζει ουσιωδώς τη δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν : «Η προκαταβολική είσπραξη του τέλους με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης, και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζόμενου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ.1, 26 παρ.3, 94 παρ.4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ.3 και 14 παρ. 1 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα κυρωθέντος με το ν. 2462/1997, που εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος, που επιδικάζεται από αυτό».
Η επιβολή δικαστικού ενσήμου,όπως τονίστηκε » δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την ανάγκη αποτελεσματικότερης απονομής της, ιδίως όταν οι λειτουργικές δαπάνες της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί, αλλά βαίνουν μειούμενες. Συνεπώς, παρίσταται εξ αυτού προδήλως δυσανάλογο περιοριστικό μέτρο».
Εκ μέρους των δικηγόρων διατυπώνεται και ο εξής αντίλογος :» Η άποψη, ότι η επιβολή του δικαστικού ενσήμου έγινε για να αποφευχθεί η άσκηση προπετών αγωγών, όχι μόνο δεν πείθει κανέναν, αλλά αντιστρατεύεται τη δικονομική τάξη διότι αρμόδια να κρίνουν αν μια αγωγή είναι προπετής ή όχι (αν ασκείται δηλ. χωρίς δικαίωμα) είναι μόνον τα ίδια τα δικαστήρια, που κρίνουν επί συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο νομοθέτης όμως, εκ θέσεως, δεν μπορεί να θέτει «εκποδών» τη δικαιοσύνη, που είναι η μόνη αρμόδια, να αποφανθεί και να εφαρμόσει τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ οι οποίες αφορούν τις προπετείς αγωγές και προβλέπουν, υπό τις εκεί τιθέμενες αυστηρές προϋποθέσεις, την επιβολή «διαδικαστικών ποινών» επ’ αυτών:.
Κρούουν μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι «σημαντικό ζήτημα εγείρεται, ανάλογα με την ερμηνεία που θα προκριθεί, και για την πιθανότητα υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις δίκες του Κτηματολογίου για την αναγνώριση δικαιούχου, επί αγνώστου ιδιοκτήτη ή επί εσφαλμένης αρχικής εγγραφής (εφόσον η αξία του ακινήτου υπερβαίνει τις 250.000 €). Δηλ. για να αναγνωρίσει το δικαίωμα κυριότητάς του ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να καταβάλει ποσό 2.648 € για ακίνητο αξίας 250.000 €. Είναι προφανής η δυσχερής θέση στην οποία θα βρεθούν οι πολίτες, οι οποίοι δεν κατάφεραν εμπροθέσμως να δηλώσουν την ιδιοκτησία τους:.
Τέλος, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ κ. Βερβεσός , αφού επεσήμανε την ανάγκη άμεσης κατάργησης της άνω νομοθετικής ρύθμισης, παρουσίασε αναλυτικά τις σχετικές δράσεις του δικηγορικού σώματος ενάντια στο αγωγόσημο. Μεταξύ αυτών προέχουσα θέση έχει η διοργάνωση συγκέντρωσης διαμαρτυρίας την Πέμπτη 19.12.2019, στις 14.00′ στο θέατρο «Ακροπόλ» (Ιπποκράτους 9) στην Αθήνα. Την ίδια ημέρα, με αποφάσεις των οικείων δικηγορικών συλλόγων, οι δικηγόροι θα απέχουν από τα καθήκοντά τους, ενώ στην Αθήνα θα πραγματοποιηθεί αποχή από 12.00΄ έως 15.00΄.