Δεν χρειάζεται να ασχολείται κανείς με την πολιτική για να εκτιμά ή και να θαυμάζει ορισμένα πολιτικά πρόσωπα που, αν και η παρουσία τους δεν υπήρξε τόσο παρατεταμένη ώστε να τα θυμούνται οι πάντες, η ανάμνησή τους, και ενώ τα πρόσωπα αυτά είναι εν ζωή να προκαλεί ένα αίσθημα ευφορίας, ότι δηλαδή ο τόπος αυτός κυβερνήθηκε συχνά από ανθρώπους μιας υψηλής και αδιαπραγμάτευτης σοβαρότητας, εντιμότητας και αξιοπρέπειας.
Πρόσωπα που σε κάνουν και μελαγχολείς για έναν φυσικό νόμο που θέλει τα πάντα να γίνονται παρελθόν, καθώς θα ήταν ένα ανυπολόγιστο κέρδος για όλους αν παρέμειναν ζωντανές και ανεξίτηλες μαρτυρίες, όπως λόγω χάρη η φωτογραφία της Σύλβας Ακρίτα στη δίκη του «Πατριωτικού Μετώπου», τον Νοέμβριο του 1967. Θα έλεγες πως το βλέμμα της διασχίζει τον χρόνο που πρόκειται αναπόφευκτα να ακολουθήσει καθώς μοιάζει να αναρωτιέται για τη σημασία μιας πράξης αντιστασιακής που, όσο και αν της αναγνωρίσουν οι μελλοντικοί καιροί, ο «δράστης της» δεν παύει να φοβάται ότι είναι δυνατόν να παρερμηνευτεί. Δεν είναι λίγοι όσοι φαντάζονται πως αν δεν είχε υπάρξει ο σύζυγός της, ο πολιτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος Λουκής Ακρίτας η ίδια η Σύλβα Ακρίτα να μην είχε ενδιαφερθεί ή αν μην είχε συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική. Ομως η ίδια πιστώνει τόσα στο Λουκή Ακρίτα, όσα και στο οικογενειακό της περιβάλλον.
«Οταν γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας μου ήταν γερουσιαστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γαλουχήθηκα μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον και ο γάμος μου με τον Λουκή Ακρίτα, που υπήρξαν φίλοι και συμπολεμιστές κατά κάποιον τρόπο με τον πατέρα μου στην πολιτική, ήρθε ως φυσική συνέπεια. Οταν τέλειωσα το Αρσάκειο, σπούδασα στο κολλέγιο κοινωνική προσφορά, μια σπουδή που με ακολούθησε σε όλη μου την ζωή. Ο,τι και να έκανα στην πολιτική είχε τις ρίζες του στην κοινωνική πρόνοια. Ετσι ή αλλιώς πάντως σημασία έχει ότι μπήκα στην πολιτική, αυτό έγινε πριν από το πραξικόπημα. Για να πω την αλήθεια ο Γεώργιος Παπανδρέου και στη συνέχεια ο Ανδρέας με πιέσανε πάρα πολύ, προσωπικά όμως δίσταζα να το κάνω, δεν ήθελα να βασιστώ στη μνήμη του Λουκή και μόνο που είχε “φύγει” το 1965. Σχεδόν πραξικοπηματικά, σχεδόν χωρίς να ερωτηθώ, διάβασα το όνομά μου στον συνδυασμό της Ενώσεως Κέντρου. Εμεινα λοιπόν και πρέπει να πω ότι αισθάνθηκα λίγο περήφανη γιατί ήμουν η μόνη υποψήφια πανελλαδικά γυναίκα με τον ψηφοδέλτιο της Ενώσεως Κέντρου. Τη σχέση μου με τον Ανδρέα και τη Μαργαρίτα όλα αυτά τα χρόνια θα τη χαρακτήριζα ως σχέση κοινωνική. Εμεναν άλλωστε πολύ κοντά μας, στο Ψυχικό, ήταν και τα παιδιά μας μικρά και άλλοτε έπαιζαν στο δικό μας και άλλοτε στο δικό τους σπίτι».
Οσα και αν έχουν γραφεί για την περίοδο της δικτατορίας και μάλιστα για τις αρχές της, σαν να ανανεώνεται αυτόματα το ενδιαφέρον σου και σχεδόν αποκτούν την προοπτική του παραμυθιού – ο Θεός να μας συγχωρέσει – όταν συνδυάζονται με την αφηγηματική προφορικά δεινότητα της Σύλβας Ακρίτα. Αν και έχουν μεσολαβήσει πια πενήντα δύο χρόνια αισθάνεσαι τον χρόνο στα χείλη της να μεταβάλλεται σε μια απόσταση σχεδόν μηδαμινή ώστε αν και χρόνος ιστορικός, να βαραίνει με έναν τρόπο ανεπανάληπτο το προσωπικό αισθηματικό του εξαγόμενο.
«Θυμάμαι το βράδυ του πραξικοπήματος που με ξύπνησε κάποιος μέσα στη νύχτα και μου είπε να έχω τον νου μου γιατί γίνονται αθρόες συλλήψεις. Σηκώνομαι και πηγαίνω αμέσως στο σπίτι του Ανδρέα. Τον είχαν ήδη συλλάβει. Η επαφή και η επικοινωνία μου με τη Μαργαρίτα έγινε ακόμα πιο συχνή. Μάλιστα δύο μέρες μετά το πραξικόπημα συναντηθήκαμε στο σπίτι της με τον Σάκη Πεπονή για να συζητήσουμε τι πρέπει να κάνουμε και πώς πρέπει να αντιδράσουμε. Ο Πεπονής ήταν της γνώμης ότι πρέπει να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους της Αριστεράς γιατί είναι οι μόνοι που είναι πάντα καλά οργανωμένοι.
Προσωπικά, λόγω του Λουκή, διατηρούσα επαφές με ηγετικά της στελέχη όπως ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος, με τον δεύτερο μάλιστα πολύ περισσότερο. Μου ανέθεσαν λοιπόν να επικοινωνήσω μαζί τους. Ταυτόχρονα μου ήρθε μια ειδοποίηση να συναντήσω στο σπίτι της Ντόρας και του Γιάννη Λελούδα τον Κώστα Φιλίνη και τον Μίκη Θεοδωράκη – κρύβονταν και οι δυο τους στο σπίτι αυτό.
Συναντηθήκαμε λοιπόν και αφού κουβεντιάσαμε γενικά για την ίδρυση του “Πατριωτικού Μετώπου”, ο Φιλίνης μου έδωσε ένα καταστατικό που το έκρυψα με μια κορδέλα στα μαλλιά μου. Συναντήθηκα σχεδόν αμέσως με τη Μαργαρίτα, οι συναντήσεις μας με τη Μαργαρίτα γίνονταν πάντα με το πρόσχημα ότι έχουν να παίξουν τα παιδιά ή να οργανώσουν κάποιο πάρτι. Οταν της έδωσα το καταστατικό μου είπε πως έχει τρόπο να φτάσει στα χέρια του Ανδρέα, για να μάθουμε αν είναι σύμφωνος ή όχι. Ο Ανδρέας συμφώνησε και εγώ εντάχτηκα στο “Πατριωτικό Μέτωπο”. Μετά όταν έφυγε ο Ανδρέας για το εξωτερικό, ίδρυσε το ΠΑΚ, αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία».
Η γνωριμία και η ζωή με τον Λουκή Ακρίτα
Οσο όμως και αν ο γάμος της Σύλβας με τον Λουκή Ακρίτα κράτησε λόγω του θανάτου του δεύτερου, μόνο δέκα χρόνια, καταλαβαίνεις πως πρόκειται, μαζί με την κόρη της, για το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωής της. Καταλαβαίνεις επίσης – με δεδομένη τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας τους – ότι ο Λουκής Ακρίτας υπήρξε για την ίδια ένα είδος «γκουρού». Πώς άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά όταν ο δημιουργός των πεζογραφικών βιβλίων «Νέος με καλές συστάσεις», «Κάμπος» και άλλα, πενήντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του παραμένει για πολλούς νεοέλληνες μια χαρισματική φυσιογνωμία, όπως συνδύαζε στον δημόσιο βίο του το μέτρο με την ανατροπή, τον μόνο συνδυασμό που ανοίγει πραγματικά καινούργιους δρόμους τόσο στην πολιτική όσο και στην τέχνη.
«Με τον Λουκή παντρευτήκαμε το 1954. Ζήσαμε μαζί δυστυχώς μόνο δέκα χρόνια, αφού έφυγε τόσο νέος από τη ζωή, χρόνια πολύ ενδιαφέροντα αλλά και δύσκολα, γιατί ο ο Λουκής έκανε πάντα πολύ ποιοτικά πράγματα, όπως για παράδειγμα το περιοδικό “Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή” που μπορεί να είχε μεγάλη απήχηση στον σκεπτόμενο κόσμο, αλλά όχι στα πλατιά στρώματα των ανθρώπων.
Τον γνώρισα όταν ήταν γενικός γραμματέας στο κόμμα του Νικολάου Πλαστήρα, στην ΕΔΕΚ, εκεί όπου ανήκε και ο πατέρας μου. Στο μεταξύ πέθανε ο Πλαστήρας και αναζωπυρώθηκαν οι σχέσεις του Λουκή με τον Γεώργιο Παπανδρέου με τον οποίο είχανε συνεργαστεί στην κατοχή – είχαν αναπτύξει έντονη αντιστασιακή δράση με την εφημερίδα “Καθημερινά Νέα” που κυκλοφορούσε παράνομα και διήυθυνε ο Λουκής.
Οταν λοιπόν ο Λουκής έβαλε υποψηφιότητα με την Ενωση Κέντρου, βγήκε πρώτος βουλευτής στην Β’ περιφέρεια της Αθήνας και έτσι ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας. Μπορεί φαινομενικά το υπουργείο να το είχε κρατήσει για τον εαυτό του ο Γεώργιος Παπανδρέου και να είχε χρήσει τον Λουκή υφυπουργό, στην πραγματικότητα όμως ο Παπανδρέου δεν ανακατευόταν καθόλου, απλά ενημερωνόταν. Ολη τη δουλειά του υπουργείου την είχε αναλάβει ο Λουκής. Είτε μιλάμε για τα μαθητικά συσσίτια είτε για την ίδρυση του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, αλλά και για πολλά άλλα, όλα υπήρξαν έργο του Λουκή. Παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ αρρώστησε βαριά, κατόρθωσε να περάσει το νομοσχέδιο για την παιδεία, κάτι που υπήρξε πολύ προοδευτικό. Ακόμα έχω τη φωνή του στα αυτιά μου να μου λέει στο Λονδίνο όπου είχαμε πάει για να εγχειριστεί – δυστυχώς όμως η εγχείρηση απέτυχε – ότι «έχω πολλά στον νου μου προκειμένου να ολοκληρωθεί ο τομέας της παιδείας».
Το αλαλούμ των αλλαγών στην Παιδεία
Φαίνεται απίστευτο να έχουν περάσει πενήντα πέντε χρόνια και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως είχε σχεδιαστεί από τον Λουκή Ακρίτα, να εξακολουθεί να επανέρχεται στο προσκήνιο ως μια μεταρρύθμιση που αν είχε πραγματοποιηθεί πολλά δεινά που ενέσκηψαν στο μεταξύ στον χώρο της Παιδείας θα είχαν αποφευχθεί. Η Σύλβα Ακρίτα δεν «μάσησε» ποτέ τα λόγια της, αλλά αυτό το αίσθημα της ελευθερίας της γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν σκεφτείς πως η ώριμη ηλικία σε κάνει συνήθως συμβιβαστικό, να μη θέλεις να ενοχλήσεις και πολύ περισσότερο να συγκρουστείς με το κατεστημένο.
«Το δυστύχημα δεν είναι ότι δεν εφαρμόστηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση όπως είχε σχεδιαστεί επί Λουκή Ακρίτα. Το δυστύχημα είναι ότι η Παιδεία έχει γίνει ένα αλαλούμ. Ο κάθε υπουργός Παιδείας κάνει τις δικές του αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που τις καταργεί πάντα ο αμέσως επόμενος υπουργός. Αισθάνεσαι την Παιδεία να μη χωλαίνει απλά, αλλά να έχει μείνει χωρίς κεφάλι και χωρίς πόδια. Ακόμη και με τη νυν υπουργό Παιδείας που θεωρούσα πριν από τις εκλογές, ότι είχα να κάνω με ένα σοβαρό άτομο, απογοητεύτηκα εντελώς όταν στην πρώτη δημόσια εμφάνισή της την είδα ανάμεσα σε δεσποτάδες με υπ’ αριθμόν ένα θέμα τον αν θα υπάρξει ή όχι πρωινή προσευχή. Η επιστήμη εξελίσσεται ραγδαία, έχουν φύγει όλα τα παλιά και εμείς συνεχίζουμε να κάνουμε ρετρό πολιτική. Νιώθω επίσης ανήσυχη για έναν επιπλέον λόγο. Είναι πια πάρα πολύ λίγα τα παιδιά που αγαπάνε πραγματικά τη σπουδή. Διαβάζω κείμενα ανορθόγραφα, ασύντακτα, που μπερδεύουν τον Κολοκοτρώνη με τη χούντα».
Δεν ξέρω γιατί αλλά από έναν άλλον σίγουρα δρόμο, η Σύλβα Ακρίτα μου θυμίζει αυτό που έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν τον επαινούσαν για τα πολλά και σημαντικά που είχε πράξει: «Δεν νομίζω ότι υπήρξα τίποτα άλλο στη ζωή μου από ένα πνεύμα αντιλογίας». Βέβαια το να σταδιοδρομείς ως «πνεύμα αντιλογίας», έχει συχνά ως αποτέλεσμα, να αποκαρδιώνεσαι γρήγορα, αφού όσο τεκμηριωμένα καταγγελτική και αν είναι η πρόθεσή σου, πολύ λίγα πράγματα ή και σχεδόν τίποτε δεν διορθώνεται. Πρόκειται για κάτι που αναπόφευκτα το σκέφτεται κανείς όταν υπολογίσει τα πολλά χρόνια, που έχει παροπλιστεί σε σχέση με την πολιτική ζωή του τόπου η Σύλβα Ακρίτα.
Η κόντρα με τη Μαργαρίτα Παπανδρέου
«Οταν ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ κυριαρχούσαν όπως είναι γνωστό, στο εσωτερικό του πολλές και διαφορετικές απόψεις. Μια μέρα λοιπόν έρχεται στο σπίτι μου η Μαργαρίτα και μου προτείνει να γίνω μέλος στις ΕΓΕΣ. Για να είμαι ειλικρινής είναι κάτι που δεν μου άρεσε, δεν το θεωρούσα συμβατό με ένα σοσιαλιστικό κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ, να γίνονται διακρίσεις “εμείς οι γυναίκες”, “εσείς οι άντρες”. Θυμάμαι μάλιστα πως μου είχε έρθει ένα χαρτί, όπως είχε πάει και σε όλα τα κομματικά στελέχη, με την υπογραφή, αν θυμάμαι καλά, του Κώστα Λαλιώτη, που έλεγε κανένα μέλος του ΠΑΣΟΚ να μη διαχωρίζει τους άνδρες από τις γυναίκες. Αυτό εμένα μου άρεσε. Είπα λοιπόν στον Ανδρέα το τι ακριβώς συνέβαινε και ότι αν προσχωρούσα στις ΕΓΕΣ θα με χτυπούσε το κόμμα, αν παρέμενα στις θέσεις του κόμματος θα με χτυπούσε η Μαργαρίτα. Η απάντηση του Ανδρέα υπήρξε κατά λέξη η εξής: “Βρες ένα κομψό τρόπο και προσπάθησε να αποφύγεις τη Μαργαρίτα”. Αυτό ήταν. Από εκεί και έπειτα ό,τι και αν έκανα είχα απέναντί μου τη Μαργαρίτα. ]Στις εκλογές που γίνονταν, αν και ερχόμουν πάντα πρώτη, ο Ανδρέας με την πίεση της Μαργαρίτας υπουργοποιούσε διάφορες συναδέλφισσές μου και εμένα με άφηνε απέξω. Θυμάμαι σε μια δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας που μου είχε πει ο Λεωνίδας Κύρκος: “Ακουσέ με, μην περιμένεις να σε αξιοποιήσουν γιατί ξέρουν πως αν σου γίνει μια πρόταση με την οποία δεν θα συμφωνείς, θα τα βροντήξεις”. Θυμάμαι επίσης τον Αντώνη Λιβάνη που μου είχε πει ότι σε κάθε ανασχηματισμό που γινόταν ο Ανδρέας πρότεινε την υπουργοποίησή μου “αλλά έρχεται η Μαργαρίτα και σε σβήνει”.
Ηταν βέβαια και πολλά άλλα που είχαν ενοχλήσει όπως λίγο πριν φύγει ο Ανδρέας για το Νταβός, όπου θα πήγαινε για να συζητήσει για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε μια σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής είπα ευθαρσώς ότι χρειάζεται να προσέχουμε γιατί αν ζητάνε κάτι από μας οι Τούρκοι είναι δεκανίκια προκειμένου να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με λίγα λόγια ήμουν επικριτική σε μια τέτοιου είδους συνεννόηση. Ενα δεύτερο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με μένα, ήταν την περίοδο που είχε προταθεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Οταν λοιπόν την τελευταία στιγμή άκουσα στη θέση του ονόματος του Καραμανλή το όνομα του Χρήστου Σαρτζετάκη, ομολογώ πως ενοχλήθηκα. Εμένα ο Σαρτζετάκης υπήρξε φίλος μου από την εποχή της χούντας. Συναντιόμασταν πολύ συχνά στο σπίτι της Αμαλίας Φλέμινγκ. Οταν όμως μας είπαν στη Βουλή να σηκώσουμε το χέρι μας, αν συμφωνούμε δηλαδή με την πρόταση για τον Σαρτζετάκη, ομολογώ πως δεν το σήκωσα».
Alo
Γριβαίων 1 & Σκουφά
Καφές espresso €2,70
Κοτόπιτα σε φύλλο κρούστας €8
Κεφτεδάκια κοκκινιστά με σπαγγέτι €11,50
Παγωτό sorbet €5
Αναψυκτικό €2,50
Σύνολο €15