Να κρατήσει ανοιχτούς τους διπλωματικούς διαύλους με την Τουρκία ακολουθώντας στρατηγική εποικοδομητικής προσέγγισης προτείνει στην Ελλάδα ο κορυφαίος τούρκος πολιτικός εμπειρογνώμονας και στέλεχος του έγκυρου ινστιτούτου Brookings στην Ουάσιγκτον Κεμάλ Κιριστζί. Στην τηλεφωνική του συνέντευξη με «ΤΑ ΝΕΑ» ο φιλοευρωπαϊστής πολιτικός αναλυτής, ο οποίος εξειδικεύεται στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και είναι βαθύς γνώστης της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συστήνει να αποφύγει η Ελλάδα την καταγγελτική ρητορική κατά της γείτονος χώρας και προειδοποιεί ότι η Τουρκία σε απομόνωση μπορεί να υιοθετήσει επιθετικότερη πολιτική και επικίνδυνες κινήσεις δημιουργίας τετελεσμένων.

Πώς εξηγείτε την ακραία επιθετική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Δύσης και της Ελλάδας;

Σε πρόσφατο συνέδριο του Φόρουμ των Δελφών εδώ στην Ουάσιγκτον διαπίστωσα ότι πολλοί από τους ομιλητές δεν διαχωρίζουν την Τουρκία ως χώρα από τον Ερντογάν με εξαίρεση τον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ και τον έλληνα πρέσβη στις ΗΠΑ Χάρη Λαλάκο. Οι δύο διπλωμάτες υπογράμμισαν την ανάγκη να παραμείνει η Τουρκία εταίρος της Δύσης. Ας επιστρέψουμε πίσω στον χρόνο για να εντοπίσουμε τους λόγους, που βρίσκονται πίσω από τη σημερινή συμπεριφορά της Τουρκίας. Τον Δεκέμβριο του 2006 η ΕΕ ανέστειλε τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία σε οκτώ κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας ως τιμωρία για την άρνησή της να επεκτείνει τη Συμφωνία Σύνδεσης σε σχέση με την Κύπρο. Καθώς η Τουρκία είχε θετική στάση στο σχέδιο Ανάν μετά την απόφαση της ΕΕ ο Ερντογάν βρέθηκε σε δύσκολη θέση εντός της χώρας, έναντι όσων υποστήριζαν ότι δεν θα έπρεπε να εμπιστευτεί την ΕΕ.

Εκ των υστέρων βλέπουμε ότι τότε ο Ερντογάν και το κόμμα του ΑΚΡ ήταν ευάλωτοι έναντι του τουρκικού κατεστημένου. Θα πρέπει να κατανοήσει κανείς τις τωρινές εξελίξεις έναντι μιας ακολουθίας γεγονότων, που οδήγησε στην ηγεμονία του ενός ανδρός και στην εγκατάλειψη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, στην οποία κυριαρχούσε η προσέγγιση «κανένα πρόβλημα με γείτονες», που στόχευε στην επίλυση όλων των προβλημάτων με τους γείτονες, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου μέσω της υποστήριξης του σχεδίου Ανάν το 2004 για την ενοποίηση του νησιού. Η Κύπρος απέρριψε το σχέδιο Ανάν και η απόφαση του Δεκεμβρίου 2006 εκλήφθηκε ως αντίποινα της ΕΕ προς την Τουρκία.

Ομως, η Τουρκία κλιμακώνει διαρκώς τις προκλήσεις, αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα με πιο πρόσφατο παράδειγμα το μνημόνιο με τη Λιβύη.

Τα τουρκικά μίντια υποστηρίζουν αντίστοιχα επιχειρήματα για την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο. Οτι παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, ότι αγνοούν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Είναι σαν να επιστρέφουμε στη ρητορική και την κατάσταση της δεκαετίας του ’80 και των αρχών της δεκαετίας του ’90, που οδήγησαν στην κρίση των Ιμίων. Η Ελλάδα θα πρέπει μέσω της διπλωματικής οδού να αποφύγει να επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στην Τουρκία, να θυμηθεί την περίοδο πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, κατά την οποία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τέθηκαν σε τελείως διαφορετική τροχιά, φέρνοντας την Τουρκία σε δρόμο καλών σχέσεων και εποικοδομητικής προσέγγισης. Ελλάδα και Τουρκία χρειάζεται να επανεξετάσουν την εμπειρία του εποικοδομητικού διαλόγου.

Οταν η Τουρκία σπρώχνεται στη γωνία γίνεται επιθετική. Αντίθετα, όταν δημιουργούνται συνθήκες συμμετοχής της Τουρκίας, οι αντιδράσεις είναι θετικές. Η Ελλάδα θα πρέπει να διαχωρίσει την Τουρκία από τον Ερντογάν, ο οποίος χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για πολιτικούς λόγους, και να υφάνει κατάλληλη πολιτική προσέγγισης, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα διανύει μία δύσκολη περίοδο, για την οποία ευθύνη έχει και η ΕΕ.

Η κατάσταση είναι δύσκολη και θα γίνει δυσκολότερη. Η παγίδευση σε πολιτικές αντιπαράθεσης δεν οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα. Αν δούμε το Ισραήλ δεν αντιδρά με αυτό τον τρόπο, είναι προσεκτικό. Η Ελλάδα θα μπορούσε να υιοθετήσει την προσέγγιση της εποχής μετά το 1996 και να επιδιώξει συνεργασία με την Τουρκία με έναν τρόπου που επιτρέπει στην Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους να επωφεληθούν από τη συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τα οικονομικά κέρδη θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ηγεμονία του Ερντογάν και να εγείρουν δύσκολα ηθικά ερωτηματικά όσον αφορά την Ελλάδα, ότι υποβοηθά έναν αυταρχικό ηγέτη.

Την τελευταία φορά που η Ελλάδα ενέπλεξε θετικά την Τουρκία συνέπεσε με μια περίοδο που η τουρκική δημοκρατία βελτιώθηκε μαζί με την οικονομία της. Με τη σειρά της η Ελλάδα επωφελήθηκε, δημιουργώντας μια win-win κατάσταση. Η υιοθέτηση μιας προσέγγισης συνεργασίας από την Ελλάδα θα δυσκόλευε περισσότερο τον Ερντογάν στο να χρησιμοποιήσει εθνικιστική λαϊκίστικη ρητορική αντιπαράθεσης για να συγκεντρώσει το κοινό πίσω του. Αυτό θα καθυστερούσε τις προοπτικές εκδημοκρατισμού και μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία.

Πώς μπορεί να υπάρξει προσέγγιση όταν η Αγκυρα κλιμακώνει συνεχώς τις προκλήσεις;

Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί θετικό και εποικοδομητικό κλίμα προς όφελος και των δύο πλευρών. Σήμερα είμαστε σε κλίμα win-lose. Για τον Ερντογάν η Ελλάδα κερδίζει και η Τουρκία χάνει, οπότε δεν θα αποφύγει αποφάσεις που θα οδηγήσουν και τις δύο πλευρές να χάσουν. Αν οδηγηθεί η Τουρκία στο περιθώριο θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρότερο πονοκέφαλο, μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή, ακόμα και υπονόμευση κοινών ισχυρών γεωστρατηγικών συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που έχουν να κάνουν με την ισορροπία μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Δύσης.

Σε σχέση με την Ελλάδα χωρίς τη δημιουργία εποικοδομητικού κλίματος η Τουρκία θα κλιμακώσει περαιτέρω τις προκλήσεις. Και τι θα κάνει η Αθήνα; Ας μην περιμένει αντίδραση από τον Λευκό Οίκο. Μόνο το Κογκρέσο ενδέχεται να προκαλέσει κάποιο θόρυβο. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα ψηφίσουν υπέρ κυρώσεων κατά της Τουρκίας σε μια εποχή που Τραμπ και Ερντογάν είναι κοντά και φαίνεται να συμφωνούν.

Από την άλλη πλευρά η Γερμανία ως κρίσιμος παίκτης δεν έχει περιθώρια αρνητικών σχέσεων με την Τουρκία, ειδικά όταν ο Ερντογάν απειλεί ότι θα ανοίξει τις πόρτες στους μετανάστες. Δεν θα το κάνει, αλλά απειλεί και η ΕΕ φοβάται. Υπάρχουν όρια στην αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική πολιτική, που είναι διατεθειμένος να εφαρμόσει ο Ερντογάν, όπως φάνηκε και στη συνάντηση του ΝΑΤΟ. Δεν θέλει να εγκαταλείψει τη Συμμαχία και φάνηκε ότι η Τουρκία παραμένει πιστό μέλος. Μπορεί να βρεθούν τρόποι επαναφοράς στην προσέγγιση της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με τη διπλωματία να παίζει κρίσιμο ρόλο.