O αμερικανός Ντόναλντ Τραμπ έχει διάφορα κριτήρια για το ποιες χώρες είναι πραγματικοί φίλοι των ΗΠΑ. Ένα από αυτά είναι το εάν τηρούν την υποχρέωση να ξοδεύουν πάνω από 2% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες, που είναι η οδηγία του ΝΑΤΟ.
Βέβαια, με αυτό το κριτήριο οι ΗΠΑ να φαντάζουν μια χώρα με λίγους σχετικά φίλους. Το 2019 οι χώρες που με βάση τις εκτιμήσεις της συμμαχίας επιτυγχάνουν αυτόν τον στόχο είναι πέραν των ίδιων των ΗΠΑ, η Ελλάδα, που ξοδεύει για αμυντικές δαπάνες το 2,24% του ΑΕΠ, η Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο που ξοδεύουν το 2,13%, η Ρουμανία που ξοδεύει το 2,04%,η Πολωνία και η Λετονία που ξοδεύουν από 2,01%. Ακόμη και η Τουρκία ξοδεύει το 1,89%.
Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, όταν περνάμε από τις γενικές αμυντικές δαπάνες στο ποσοστό αυτών που πηγαίνει για αγορά εξοπλισμού. Η οδηγία του ΝΑΤΟ είναι το 20% των αμυντικών δαπανών να κατευθύνεται εκεί. Εδώ οι συσχετισμοί αντιστρέφονται: η Τουρκία προσφέρει το εντυπωσιακό 38,6% των αμυντικών δαπανών της σε αγορά εξοπλισμού. Αντίθετα, στην Ελλάδα μόνο το 12,5% των αμυντικών δαπανών πηγαίνει σε εξοπλισμούς.
Τα περασμένα χρόνια εν μέσω μνημονίων και υποχρεωτικής λιτότητας είχε κυριαρχήσει η λογική ότι για τις ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν καιρός για μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα και έπρεπε το βάρος να δοθεί στην κάλυψη βασικών αναγκών.
Εξαίρεση ήταν δύο εξοπλιστικά προγράμματα που δρομολόγησε η κυβέρνηση Τσίπρα: το ένα αφορούσε τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P4 και το δεύτερο τον εκσυγχρονισμό των μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, ξεκινώντας από τα F16, όπως συμφωνήθηκε κατά την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον για να συναντήσει τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι «αγορές του αιώνα» ως εργαλείο πολιτικής
Η Ελλάδα έχει μακρά ιστορία σε μεγάλες προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα τιμήματα που η χώρα πληρώνει για τη διαρκή ένταση με την Τουρκία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η μεγάλη αγορά πολεμικών αεροσκαφών που αποφάσισε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980, κληρονομιά της οποία είναι και η ίδια η έκφραση «αγορά του αιώνα».
Η συγκεκριμένη αγορά ακολούθησε έναν κανόνα που τον έχουμε δει και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις: την προσπάθεια η Ελλάδα να χρησιμοποιηθεί τις αμυντικές δαπάνες και τα εξοπλιστικά προγράμματα ως τρόπο να τηρεί ισορροπίες στην εξωτερική πολιτική.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τότε θα προκρίνει τη λύση προμήθειας και αμερικανικών F16 και γαλλικών Mirage 2000.
Ο κανόνας αυτός εφαρμόστηκε με διάφορες μορφές και εξηγεί γιατί π.χ. αργότερα παραγγείλαμε γερμανικά υποβρύχια.
Η λογική πίσω από τέτοιους χειρισμούς, ήταν ότι μπορούσε να συνδυάζεται η αμυντική θωράκιση της χώρας με την εξασφάλιση ευνοϊκής μεταχείρισης από τις χώρες που εμπλέκονται στα μεγάλα αμυντικά προγράμματα.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα κράτη που έχουν ισχυρές αμυντικές βιομηχανίες έχουν ως βασική προτεραιότητα στη διπλωματία τους να προωθούν τις πωλήσεις δικών τους οπλικών συστημάτων. Οι αμυντικές βιομηχανίες είναι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας και απασχολούν εργατικό δυναμικό υψηλής ειδίκευσης και οι κυβερνήσεις έχουν κάθε λόγο να τις στηρίξουν.
Επιπλέον, οι εξοπλισμοί έχουν μια ιδιαιτερότητα ως προϊόντα. Στην αγορά πολεμικών συστημάτων δεν ισχύει μόνο ο ανταγωνισμός ως προς το κόστος, αλλά και ο ανταγωνισμός ως προς την απόδοση. Εάν μια χώρα-αντίπαλος αγοράσει οπλικό σύστημα επόμενης γενιάς, η πίεση για να πάρει και η άλλη χώρα κάτι ανάλογο είναι μεγάλη.
Η όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η πίεση για νέα εξοπλιστικά προγράμματα
Μέχρι τώρα η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο σε εξέλιξη πρόγραμμα, που αφορά τον εκσυγχρονισμό των F16, και έχει εκδηλώσει την πρόθεσή της για την αγορά δύο γαλλικών φρεγατών τύπου Belh@rra, αν και δεν έχει ληφθεί ακόμη η τελική απόφαση καθώς μιλάμε για μια συνολικό κόστος περίπου 2-2,4 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο μέσα στο κλίμα όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδίως μετά τη συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιέζουν για επιπλέον εξοπλιστικά προγράμματα.
Το επιχείρημα είναι ότι το επόμενο διάστημα είναι πιθανό οι δύο χώρες να φτάσουν κοντά στο «θερμό επεισόδιο», την ίδια ώρα που οι τουρκικές κινήσεις και η υποτιθέμενη ανακήρυξη ΑΟΖ σημαίνει δυνατότητα απάντησης τουρκικών προκλήσεων σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Την ίδια ώρα η κλιμάκωση των τουρκικών εναέριων παραβιάσεων και υπερπτήσεων στο Αιγαίο θεωρείται επιχείρημα για την απόκτηση νέων μαχητικών αεροσκαφών.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν φωνές που επιμένουν σε δύο σημεία. Πρώτον, στην αύξηση της στρατιωτικής θητείας, με το σκεπτικό ότι μόνο έτσι θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα υποστελέχωσης πολλών μονάδων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Δεύτερον, στην αύξηση των αμυντικών δαπανών για να μπορέσουν να γίνουν εξοπλισμοί. Η αναφορά του βουλευτή Λάρισας της ΝΔ κ. Μάξιμου Χαρακόπουλου ότι «χωρίς κανόνια, δεν θα υπάρχει και βούτυρο» ήταν από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστική. Το ίδιο και η πρόταση του Ευριπίδη Στυλιανίδη 6 από τα συνολικά 36 δισεκατομμύρια των ταμειακών διαθέσιμων, να χορηγηθούν για την αγορά «ενός σμήνους F35».
Σημειώνουμε ότι εδώ και καιρό επανέρχεται το αίτημα για αγορά αεροσκαφών F35 που θεωρούνται ότι θα δώσουν πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Όμως, είναι πολύ ακριβά και δύσκολα αυτή τη στιγμή μπορούν να συμβαδίσουν με μια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ οι ειδικοί επιμένουν ότι σε αυτή τη φάση η αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων πτητικών μέσων μπορεί να εξασφαλίσει την άμυνα της χώρας με μικρότερο κόστος.