«Ο κ. Μητσοτάκης, μετά τον 82χρονο που έκανε διοικητή σαν αντάλλαγμα για τις 1.000 ψήφους που του έφερε στα Τρίκαλα, υποχρεώθηκε παραμονή Χριστουγέννων να αλλάξει ακόμα 13 διοικητές νοσοκομείων πριν καν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι του διορισμού τους», σχολιάζουν πηγές του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τις παραιτήσεις και την ανάκληση 13 συνολικών νέων διοικητών από το υπουργείο Υγείας.
Οι ίδιες πηγές σημειώνουν πως «η πολιτική των ατελείωτων ρουσφετιών σε συγγενείς, αποτυχημένους πολιτευτές και κομματικά στελέχη της ΝΔ καταλήγει σε ένα πρωτοφανές επιτελικό φιάσκο».
Αφορμή για τα σχόλιο αυτό από την Κουμουνδούρου είναι το γεγονός ότι από τους νέους διοικητές που είχαν επιλεγεί από τη σημερινή κυβέρνηση, τελικώς άλλαξαν 13, καθώς, 6 από τους επιλεγέντες παραιτήθηκαν και ανακλήθηκαν οι διορισμοί εφτά 7 νεοδιόριστων διοικητών.
Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό όταν δόθηκε στη δημοσιότητα ο δεύτερος πίνακας με τους Διοικητές Νοσοκομείων που διορίζονται σε όλη τη χώρα, μετά το θόρυβο που δημιουργήθηκε και τις απαραίτητες διορθώσεις στις οποίες υποχρεώθηκε να προχωρήσει το υπουργείο Υγείας.
Παραιτήθηκαν 6 και ανακλήθηκαν 7 από τους 111 νέους διοικητές
Μετά από μερική τροποποίηση της εντολής διορισμού των 111 διοικητών και αναπληρωτών διοικητών νοσοκομείων, στο πλαίσιο της οποίας:
1) Έγιναν αποδεκτές οι παραιτήσεις 6 επιλεγέντων διοικητών και αναπληρωτών διοικητών και ορίζονται στη θέση τους νέοι, εκ της αξιολογικής κατάταξης της Επιτροπής,
2) Ανακαλείται η εντολή διορισμού 7 διοικητών και αναπληρωτών διοικητών και ορίζονται στη θέση τους νέοι, εκ της αξιολογικής κατάταξης της Επιτροπής, ακολουθεί ο πίνακας διοριζομένων διοικητών και αναπληρωτών διοικητών.
Από το Υπουργείο Υγείας επισημαίνεται ότι, το 77% των διοικητών είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και διδακτορικών. Το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 80% για τους διοικητές των μεγάλων νοσοκομείων.
Σύμφωνα με το νόμο 4633/2019 άρθρο 35, που ψηφίστηκε πρόσφατα, όλοι οι διοικητές θα υπογράψουν συμβόλαιο αποδοτικότητας, βάσει του οποίου θα αξιολογούνται τακτικά για το έργο τους, με συγκεκριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους και θα κρίνονται για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα τους.